Anonymous

ῥικνόομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0843.png Seite 843]] eigtl. vor Kälte starr und steif werden, erstarren, dah. übh. sich zusammenziehen, sich krümmen; φθείρονται δ' ἐῤῥικνωμένων τῶν μορίων, Arist. H. A. 5, 20; bei Opp. Cyn. 5, 592 steht ἀφαυροτέροις μελέεσσι ῥικνοῦσθαι dem σαρκὶ περιπλήθειν entgegen, schrumpflig, runzlig werden; γήρᾳ ἐῤῥικνώθη, Sp.; nach den VLL. τὸ καμπ ύλον [[γενέσθαι]] ἀσχημόνως καὶ κατὰ συνουσίαν καὶ ὄρχησιν, κατὰ τὴν ὀσφύν, Soph. bei Phot., ein Tanz, bei dem der Leib gekrümmt und der Hintere vorgestreckt ward, nach Poll.. 4, 99 τὴν όσφὺν φορτικῶς περιάγειν; vgl. Luc. Lex. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0843.png Seite 843]] eigtl. vor Kälte starr und steif werden, erstarren, dah. übh. sich zusammenziehen, sich krümmen; φθείρονται δ' ἐῤῥικνωμένων τῶν μορίων, Arist. H. A. 5, 20; bei Opp. Cyn. 5, 592 steht ἀφαυροτέροις μελέεσσι ῥικνοῦσθαι dem σαρκὶ περιπλήθειν entgegen, schrumpflig, runzlig werden; γήρᾳ ἐῤῥικνώθη, Sp.; nach den VLL. τὸ καμπ ύλον [[γενέσθαι]] ἀσχημόνως καὶ κατὰ συνουσίαν καὶ ὄρχησιν, κατὰ τὴν ὀσφύν, Soph. bei Phot., ein Tanz, bei dem der Leib gekrümmt und der Hintere vorgestreckt ward, nach Poll.. 4, 99 τὴν όσφὺν φορτικῶς περιάγειν; vgl. Luc. Lex. 8.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />danser en se courbant <i>ou</i> se tordant.<br />'''Étymologie:''' [[ῥικνός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥικνόομαι''': Παθ. (ῥικνὸς) [[γίνομαι]] [[ῥικνός]], «ζαρώνω» ἐκ παγετοῦ, καύσωνος ἢ [[γήρως]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 5, Ὀππ. Ἁλ. 5. 592· μεταφορ., ἐπὶ ἱματίων, Ἐπιφάν. ΙΙ. ὀρχοῦμαι ποιῶν ἀσέμνους συστροφὰς τοῦ σώματος, Σοφ. Ἀποσπ. 297, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 8· [[ὅθεν]] καὶ ὁ [[Βάκχος]] λέγεται γήραϊ [[ῥικνώδης]] ἐν Ἀνθ. Π. 5. 273. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοῦσθαι· διέλκεσθαι, καὶ παντοδαπῶς διαφέρεσθαι κατ’ [[εἶδος]]», καὶ «ῥικνοῦται· λεπτύνεται. ἐπὶ τῶν ὀστέων τῶν γερόντων».
|lstext='''ῥικνόομαι''': Παθ. (ῥικνὸς) [[γίνομαι]] [[ῥικνός]], «ζαρώνω» ἐκ παγετοῦ, καύσωνος ἢ [[γήρως]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 5, Ὀππ. Ἁλ. 5. 592· μεταφορ., ἐπὶ ἱματίων, Ἐπιφάν. ΙΙ. ὀρχοῦμαι ποιῶν ἀσέμνους συστροφὰς τοῦ σώματος, Σοφ. Ἀποσπ. 297, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 8· [[ὅθεν]] καὶ ὁ [[Βάκχος]] λέγεται γήραϊ [[ῥικνώδης]] ἐν Ἀνθ. Π. 5. 273. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοῦσθαι· διέλκεσθαι, καὶ παντοδαπῶς διαφέρεσθαι κατ’ [[εἶδος]]», καὶ «ῥικνοῦται· λεπτύνεται. ἐπὶ τῶν ὀστέων τῶν γερόντων».
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />danser en se courbant <i>ou</i> se tordant.<br />'''Étymologie:''' [[ῥικνός]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥικνόομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сжиматься]], [[съеживаться]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[плясать извиваясь]] Soph., Luc.
|elrutext='''ῥικνόομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сжиматься]], [[съеживаться]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[плясать извиваясь]] Soph., Luc.
}}
}}