Anonymous

ῥικνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0843.png Seite 843]] eigtl. vor Kälte ([[ῥῖγος]], dah. sich auch [[ῥιγνός]] geschrieben findet) starr, steif, zusammengezogen, erstarrt; Phot. erkl. ὁ πεφρικώς, aus Soph. es citirend; πόδας, krummfüßig, H. h. Apoll. 317; übh. zusammengezogen, gebogen, gekrümmt, krumm, mit runzliger Haut, bes. vor Alter u. Magerkeit, Xenarch. com. bei Ath. XIII, 569 b; Ap. Rh. 1, 669. 2, 198 u. a. sp. D., wie πόδας βαρύν, ἅψεα ῥικνόν Opp. Cyn. 2, 346; [[πούς]], Leon. Tar. 37 (Plan. 306); von Pflanzen, ῥικνὰ θυμέων περικνίδια, Zon. 6 (IX, 226); auch Hippocr.; u. in späterer Prosa, ῥικνὸς τὸ [[σῶμα]] Luc. bis acc. 16; hart, [[χελώνη]], Cercidas bei Stob. flor. 58, 10; πρεσβύτην ὀφθῆναι ῥικνόν, Alciphr. 1, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0843.png Seite 843]] eigtl. vor Kälte ([[ῥῖγος]], dah. sich auch [[ῥιγνός]] geschrieben findet) starr, steif, zusammengezogen, erstarrt; Phot. erkl. ὁ πεφρικώς, aus Soph. es citirend; πόδας, krummfüßig, H. h. Apoll. 317; übh. zusammengezogen, gebogen, gekrümmt, krumm, mit runzliger Haut, bes. vor Alter u. Magerkeit, Xenarch. com. bei Ath. XIII, 569 b; Ap. Rh. 1, 669. 2, 198 u. a. sp. D., wie πόδας βαρύν, ἅψεα ῥικνόν Opp. Cyn. 2, 346; [[πούς]], Leon. Tar. 37 (Plan. 306); von Pflanzen, ῥικνὰ θυμέων περικνίδια, Zon. 6 (IX, 226); auch Hippocr.; u. in späterer Prosa, ῥικνὸς τὸ [[σῶμα]] Luc. bis acc. 16; hart, [[χελώνη]], Cercidas bei Stob. flor. 58, 10; πρεσβύτην ὀφθῆναι ῥικνόν, Alciphr. 1, 26.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> contracté, resserré par le froid;<br /><b>2</b> contracté, resserré par l'âge, les infirmités;<br /><b>3</b> contracté, resserré, déformé <i>en gén. en parl. des membres, particul. des pieds ou des genoux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥικνός''': -ή, -όν, [[κατάξηρος]], «ζαρωμένος» ἐκ τοῦ ψύχους, «[[ῥικνός]]: ὁ πεφρικώς, παρὰ Σοφοκλεῖ» Φώτ., Σοφ. Ἀποσπ. 942· «ῥικνοῖσι, ῥυσοῖς, ἡ δὲ [[λέξις]] παρὰ Καλλιμάχῳ» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 669 (Καλλ. Ἀποσπ. 49), κτλ.· ἴδε Littré εἰς Ἱππ. Προγν. 37· - [[καθόλου]], ἐξηραμμένος, κεκυρτωμένος, «[[στραβός]]», ῥικνὸς πόδας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 317· ἄψεα Ὀππ. Κυν. 2. 346· ῥικνοὶ πόδες Ἀπολλ. Ρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[γούνατα]] Ἀνθ. Πλαν. 306· ῥ. κῴδιον Συλλ. Ἐπιγρ. 6203 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μακρός]], μικρόσωμος, λεπτῇ, παχείᾳ, μακρᾷ, ῥικνῇ, νέᾳ, παλαιᾷ, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ». (Πιθαν. ἀντὶ ῥιγνὸς ([[ὅπερ]] παρ’ Ἡσύχ.), ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοὶ· ἰσχνοὶ σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», καὶ «ῥικνοτέρους· ἀσθενεστέρους», καὶ «ῥικνὴν ὄψιν· φρικτήν».
|lstext='''ῥικνός''': -ή, -όν, [[κατάξηρος]], «ζαρωμένος» ἐκ τοῦ ψύχους, «[[ῥικνός]]: ὁ πεφρικώς, παρὰ Σοφοκλεῖ» Φώτ., Σοφ. Ἀποσπ. 942· «ῥικνοῖσι, ῥυσοῖς, ἡ δὲ [[λέξις]] παρὰ Καλλιμάχῳ» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 669 (Καλλ. Ἀποσπ. 49), κτλ.· ἴδε Littré εἰς Ἱππ. Προγν. 37· - [[καθόλου]], ἐξηραμμένος, κεκυρτωμένος, «[[στραβός]]», ῥικνὸς πόδας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 317· ἄψεα Ὀππ. Κυν. 2. 346· ῥικνοὶ πόδες Ἀπολλ. Ρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[γούνατα]] Ἀνθ. Πλαν. 306· ῥ. κῴδιον Συλλ. Ἐπιγρ. 6203 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μακρός]], μικρόσωμος, λεπτῇ, παχείᾳ, μακρᾷ, ῥικνῇ, νέᾳ, παλαιᾷ, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ». (Πιθαν. ἀντὶ ῥιγνὸς ([[ὅπερ]] παρ’ Ἡσύχ.), ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοὶ· ἰσχνοὶ σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», καὶ «ῥικνοτέρους· ἀσθενεστέρους», καὶ «ῥικνὴν ὄψιν· φρικτήν».
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> contracté, resserré par le froid;<br /><b>2</b> contracté, resserré par l'âge, les infirmités;<br /><b>3</b> contracté, resserré, déformé <i>en gén. en parl. des membres, particul. des pieds ou des genoux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml