Anonymous

ῥοώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0849.png Seite 849]] ες, 1) flüssig, fließend, triefend, auch fluthend, wogend, strömend, heftig fließend, reißend; [[θάλασσα]], Thuc. 4, 24, ῥοώδεσι καὶ βαθέσι τόποις, Arist. H. A. 9, 37; τὸ μάλισταῥοῶδες καὶ βίαιον τοῦ πελάγους, Ael. H. A. 7, 24; a. Sp., wie Plut. – 2) dem Fluß, bes. dem Bauchfluß unterworfen, daran leidend, den Fluß verursachend, sp. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0849.png Seite 849]] ες, 1) flüssig, fließend, triefend, auch fluthend, wogend, strömend, heftig fließend, reißend; [[θάλασσα]], Thuc. 4, 24, ῥοώδεσι καὶ βαθέσι τόποις, Arist. H. A. 9, 37; τὸ μάλισταῥοῶδες καὶ βίαιον τοῦ πελάγους, Ael. H. A. 7, 24; a. Sp., wie Plut. – 2) dem Fluß, bes. dem Bauchfluß unterworfen, daran leidend, den Fluß verursachend, sp. Medic.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />au courant impétueux ; τὸ ῥοῶδες courant impétueux, hauteur d'où coulent des eaux.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόος]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ἰσχυρὸν ῥοῦν, ῥέων ὁρμητικῶς, λέγεται ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐν ᾗ ὑπάρχουσι ἰσχυρὰ ῥεύματα, Θουκ. 4. 24, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8· τὸ [[μάλιστα]] ῥ. τοῦ πελάγους Αἰλ. π. Ζ. 7. 24· -[[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ κρημνῶν, ἀκρωτηρίων κλ., ἐκτεθειμένων εἰς τοιαύτας θαλάσσας, κρημνὸς Στράβ. 362· ἄκραι Αἰλ. π. Ζ. 14. 24· - παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 9, τόποι ῥ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τοὺς εἰς πλήμμυραν ὑποκειμένους τόπους, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 3, 3. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς, ῥέων, «τρέχων», ὀφθαλμίαι Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 943· ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ προσβεβλημένος ὑπὸ διαρροίας ἢ ἄλλων τοιούτων ἐκκρίσεων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281· αἱ ὑπέρλευκοι ῥοωδέστεραι [[αὐτόθι]] 638· πυρετοὶ ῥ. (fluentes Κέλσ.), Γαλην.· [[ἐντεῦθεν]] ἐπίρρ., ῥοωδῶς πυρέττειν Κασσ. Πρβλ. ΙΙΙ. ὁ ἐκπίπτων, [[καρπὸς]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 10.
|lstext='''ῥοώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ἰσχυρὸν ῥοῦν, ῥέων ὁρμητικῶς, λέγεται ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐν ᾗ ὑπάρχουσι ἰσχυρὰ ῥεύματα, Θουκ. 4. 24, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8· τὸ [[μάλιστα]] ῥ. τοῦ πελάγους Αἰλ. π. Ζ. 7. 24· -[[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ κρημνῶν, ἀκρωτηρίων κλ., ἐκτεθειμένων εἰς τοιαύτας θαλάσσας, κρημνὸς Στράβ. 362· ἄκραι Αἰλ. π. Ζ. 14. 24· - παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 9, τόποι ῥ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τοὺς εἰς πλήμμυραν ὑποκειμένους τόπους, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 3, 3. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς, ῥέων, «τρέχων», ὀφθαλμίαι Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 943· ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ προσβεβλημένος ὑπὸ διαρροίας ἢ ἄλλων τοιούτων ἐκκρίσεων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281· αἱ ὑπέρλευκοι ῥοωδέστεραι [[αὐτόθι]] 638· πυρετοὶ ῥ. (fluentes Κέλσ.), Γαλην.· [[ἐντεῦθεν]] ἐπίρρ., ῥοωδῶς πυρέττειν Κασσ. Πρβλ. ΙΙΙ. ὁ ἐκπίπτων, [[καρπὸς]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 10.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />au courant impétueux ; τὸ ῥοῶδες courant impétueux, hauteur d'où coulent des eaux.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml