Anonymous

βρῶμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ατος (τό) :<br />nourriture, aliment (en général cru).<br />'''Étymologie:''' [[βιβρώσκω]].
|btext=ατος (τό) :<br />nourriture, aliment (en général cru).<br />'''Étymologie:''' [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βρῶμα''': τό, ([[βιβρώσκω]]) τὸ τρωγόμενον, [[τροφή]], [[φαγητόν]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Θουκ. 4. 26 κ. ἀλλ.· μεταφορ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· ― συχν. κατὰ πληθ., Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθ. τῷ ὄψα, Σωσίπατ. Καταψ. 1. 30. ΙΙ. πληγὴ [[καρκινώδης]], Ἱππ. 1131Ε· συναπτόμενον τῷ ἰός, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βαρούχ, Ϛ', 11)· ― ὀπὴ, «κούφωμα» ἐν ὀδόντι, Διοσκ. 1.141 κ. ἀλλ.
|elnltext=[[βρῶμα]] -ατος, τό [[βιβρώσκω]]<br /><b class="num">1.</b> voedsel, eten.<br /><b class="num">2.</b> wat gegeten is; geneesk., iets wat weggegeten, verteerd is door een ziekte, van stukken tand. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''βρῶμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. [[еда]], [[пища]] Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[наслаждение]] ([[μέγα]] τι β. ἐστὶν ἡ τρυγῳδοποιομουσική Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βιβρώσκω]]<br />that [[which]] is eaten, [[food]], [[meat]], Thuc., Plat., etc.
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott
Line 37: Line 43:
|lsmtext='''βρῶμα:''' -ατος, τό (βι-βρώσκω), αυτό το οποίο τρώγεται, [[φαγητό]], [[κρέας]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''βρῶμα:''' -ατος, τό (βι-βρώσκω), αυτό το οποίο τρώγεται, [[φαγητό]], [[κρέας]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βρῶμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. [[еда]], [[пища]] Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[наслаждение]] ([[μέγα]] τι β. ἐστὶν ἡ τρυγῳδοποιομουσική Arph.).
|lstext='''βρῶμα''': τό, ([[βιβρώσκω]]) τὸ τρωγόμενον, [[τροφή]], [[φαγητόν]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Θουκ. 4. 26 κ. ἀλλ.· μεταφορ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· ― συχν. κατὰ πληθ., Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθ. τῷ ὄψα, Σωσίπατ. Καταψ. 1. 30. ΙΙ. πληγὴ [[καρκινώδης]], Ἱππ. 1131Ε· συναπτόμενον τῷ ἰός, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βαρούχ, Ϛ', 11)· ― ὀπὴ, «κούφωμα» ἐν ὀδόντι, Διοσκ. 1.141 κ. ἀλλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βιβρώσκω]]<br />that [[which]] is eaten, [[food]], [[meat]], Thuc., Plat., etc.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βρῶμα]] -ατος, τό [[βιβρώσκω]]<br /><b class="num">1.</b> voedsel, eten.<br /><b class="num">2.</b> wat gegeten is; geneesk., iets wat weggegeten, verteerd is door een ziekte, van stukken tand. Hp.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese