Anonymous

βορά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> pâture pour les animaux;<br /><b>2</b> nourriture de ceux qui se nourrissent de chair humaine;<br /><b>3</b> nourriture <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Βορ, avaler ; v. [[βιβρώσκω]] = <i>lat.</i> [[voro]], [[vorax]], etc.
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> pâture pour les animaux;<br /><b>2</b> nourriture de ceux qui se nourrissent de chair humaine;<br /><b>3</b> nourriture <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Βορ, avaler ; v. [[βιβρώσκω]] = <i>lat.</i> [[voro]], [[vorax]], etc.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βορά''': ἡ, (ἴδε [[βιβρώσκω]]) [[τροφή]], [[κυρίως]] ἐπὶ τῆς τροφῆς τῶν σαρκοβόρων θηρίων, ποντίοις δάκεσι δὸς βορὰν Αἰσχύλ. Προμη. 583. πρβλ. Χο. 530· θηρσὶν ἄθλιον β. Εὐρ. Φοιν. 1603, Σοφ. Ἀντ. 30· κυνὸς β. Ἀριστοφ. Ἱππ. 417· ὁ [[λέων]]… [χαίρει], ὅτι βορὰν [[ἔξει]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 7· [[ἔπειτα]] ἐπὶ εὐωχιῶν καννιβαλικῶν (παρατιθεμένων [[κρεῶν]] ἀνθρωπίνων), Ἡρόδ. 1. 119· [[κρεῶν]]… οἰκίας βορᾶς, ἐκ τῆς ἰδίας των σαρκός, ἥτις ὡς τροφὴ παρετέθη εἰς αὐτοὺς (δηλ. τῶν τέκνων τοῦ Θυέστου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1220, πρβλ. 1597· βορᾶς τοῦ… Οἰδίπου γόνου, τροφὴ ἀποκοπεῖσα ἐκ τοῦ σώματος τοῦ υἱοῦ τοῦ Οἰδίπου, Σοφ. Ἀντ. 1017, πρβλ. 1040· βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ, τρεφόμενοι ἐκ τῶν πτωμάτων τῶν φονευθέντων ἀνθρώπων, Εὐρ. Κύκλ. 127, πρβλ. 249, 367· οὐ γὰρ ἐν γαστρὸς βορᾷ τὸ χρηστὸν [[εἶναι]], ἐν τῇ λαιμαργίᾳ, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 865· ―σπανιώτερον ἐπὶ ἁπλῆς τροφῆς, Πίνδ. Ἀποσπ. 94, Αἰσχύλ. Πέρσ. 490, Σοφ. Φ. 274, κτλ.
|elnltext=[[βορά]] -ᾱς, [[βιβρώσκω]] voer, voedsel.
}}
{{elru
|elrutext='''βορά:''' ἡ [[βιβρώσκω]] пища, еда, корм Pind., Trag., Her., Arph., Plut.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[βιβρώσκω]]
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 37:
|lsmtext='''βορά:''' ἡ (βλ. [[βιβρώσκω]]), [[τροφή]], [[βοσκή]], [[κρέας]], κανονικά χρησιμοποιείται για τα σαρκοφάγα ζώα, σε Τραγ.· λέγεται για συμπόσια ανθρωποφάγων λαών, σε Ηρόδ., Τραγ.· σπάνια, χρησιμ. για το απλό [[φαγητό]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''βορά:''' ἡ (βλ. [[βιβρώσκω]]), [[τροφή]], [[βοσκή]], [[κρέας]], κανονικά χρησιμοποιείται για τα σαρκοφάγα ζώα, σε Τραγ.· λέγεται για συμπόσια ανθρωποφάγων λαών, σε Ηρόδ., Τραγ.· σπάνια, χρησιμ. για το απλό [[φαγητό]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βορά:''' ἡ [[βιβρώσκω]] пища, еда, корм Pind., Trag., Her., Arph., Plut.
|lstext='''βορά''': , (ἴδε [[βιβρώσκω]]) [[τροφή]], [[κυρίως]] ἐπὶ τῆς τροφῆς τῶν σαρκοβόρων θηρίων, ποντίοις δάκεσι δὸς βορὰν Αἰσχύλ. Προμη. 583. πρβλ. Χο. 530· θηρσὶν ἄθλιον β. Εὐρ. Φοιν. 1603, Σοφ. Ἀντ. 30· κυνὸς β. Ἀριστοφ. Ἱππ. 417· ὁ [[λέων]]… [χαίρει], ὅτι βορὰν [[ἔξει]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 7· [[ἔπειτα]] ἐπὶ εὐωχιῶν καννιβαλικῶν (παρατιθεμένων [[κρεῶν]] ἀνθρωπίνων), Ἡρόδ. 1. 119· [[κρεῶν]]… οἰκίας βορᾶς, ἐκ τῆς ἰδίας των σαρκός, ἥτις ὡς τροφὴ παρετέθη εἰς αὐτοὺς (δηλ. τῶν τέκνων τοῦ Θυέστου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1220, πρβλ. 1597· βορᾶς τοῦ… Οἰδίπου γόνου, τροφὴ ἀποκοπεῖσα ἐκ τοῦ σώματος τοῦ υἱοῦ τοῦ Οἰδίπου, Σοφ. Ἀντ. 1017, πρβλ. 1040· βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ, τρεφόμενοι ἐκ τῶν πτωμάτων τῶν φονευθέντων ἀνθρώπων, Εὐρ. Κύκλ. 127, πρβλ. 249, 367· οὐ γὰρ ἐν γαστρὸς βορᾷ τὸ χρηστὸν [[εἶναι]], ἐν τῇ λαιμαργίᾳ, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 865· ―σπανιώτερον ἐπὶ ἁπλῆς τροφῆς, Πίνδ. Ἀποσπ. 94, Αἰσχύλ. Πέρσ. 490, Σοφ. Φ. 274, κτλ.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[βιβρώσκω]]
}}
{{elnl
|elnltext=[[βορά]] -ᾱς, [[βιβρώσκω]] voer, voedsel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj