Anonymous

βοτάνη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 19: Line 19:
|btext=ης (ἡ) :<br />herbe à paître ; pâturage.<br />'''Étymologie:''' R. Βοτ, v. [[βόσκω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />herbe à paître ; pâturage.<br />'''Étymologie:''' R. Βοτ, v. [[βόσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βοτάνη''': [ᾰ], , ([[βόσκω]]) τροφὴ τῶν ζῴων, [[χόρτος]], Ἰλ. Ν. 493, Πλάτ. κ. ἄλλ.· ἐκ βοτάνης, ἐκ τῆς βοσκῆς, ἐκ τοῦ λειμῶνος, ἐκ τῆς τροφῆς, Θεόφρ. 25. 87· ἔγρονται ἐς βοτάναν, ἐπὶ ἵππων, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 27· βοτ. ἁ λέοντος, ἡ τοῦ λέοντος [[νομή]], δηλ. ἡ [[Νεμέα]] (πρβλ. [[χόρτος]]), Πίνδ. Ν. 6. 71· ἐν κακῇ β., ἐν κακῇ βοσκῇ κακῷ λειμῶνι, Πλάτ. Πολ. 401C. II. πόα, χορτάρι, βότανον, ἀντίθ. τῷ [[λάχανον]], Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 7.
|elnltext=[[βοτάνη]] -ης, ἡ, Dor. βοτάνᾱ [[βοτόν]] voer.
}}
{{elru
|elrutext='''βοτάνη:''' дор. βοτάνᾱ (τᾰ) <br /><b class="num">1)</b> [[подножный корм]], [[пастбище]] Hom., Eur., Plat., Theocr.: β. ἁ λέοντος Pind. = [[Νεμέα]];<br /><b class="num">2)</b> [[трава]] ([[μέσον]] δενδρων καὶ βοτανῶν Arst.).
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[βόσκω]]
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βόσκω]]<br />[[grass]], [[fodder]], Il., Plat.; ἐκ βοτάνης from [[feeding]], from [[pasture]], Theocr.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 49:
|lsmtext='''βοτάνη:''' [ᾰ], ἡ ([[βόσκω]]), [[χορτάρι]], [[σανός]], [[ξηρά]] [[ζωοτροφή]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· <i>ἐκ βοτάνης</i>, από τη [[βοσκή]], από το [[λιβάδι]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''βοτάνη:''' [ᾰ], ἡ ([[βόσκω]]), [[χορτάρι]], [[σανός]], [[ξηρά]] [[ζωοτροφή]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· <i>ἐκ βοτάνης</i>, από τη [[βοσκή]], από το [[λιβάδι]], σε Θεόφρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βοτάνη:''' дор. βοτάνᾱ (τᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[подножный корм]], [[пастбище]] Hom., Eur., Plat., Theocr.: β. ἁ λέοντος Pind. = [[Νεμέα]];<br /><b class="num">2)</b> [[трава]] ([[μέσον]] δενδρων καὶ βοτανῶν Arst.).
|lstext='''βοτάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[βόσκω]]) τροφὴ τῶν ζῴων, [[χόρτος]], Ἰλ. Ν. 493, Πλάτ. κ. ἄλλ.· ἐκ βοτάνης, ἐκ τῆς βοσκῆς, ἐκ τοῦ λειμῶνος, ἐκ τῆς τροφῆς, Θεόφρ. 25. 87· ἔγρονται ἐς βοτάναν, ἐπὶ ἵππων, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 27· βοτ. ἁ λέοντος, ἡ τοῦ λέοντος [[νομή]], δηλ. ἡ [[Νεμέα]] (πρβλ. [[χόρτος]]), Πίνδ. Ν. 6. 71· ἐν κακῇ β., ἐν κακῇ βοσκῇ κακῷ λειμῶνι, Πλάτ. Πολ. 401C. II. πόα, χορτάρι, βότανον, ἀντίθ. τῷ [[λάχανον]], Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 7.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[βόσκω]]
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βόσκω]]<br />[[grass]], [[fodder]], Il., Plat.; ἐκ βοτάνης from [[feeding]], from [[pasture]], Theocr.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοτάνη]] -ης, , Dor. βοτάνᾱ [[βοτόν]] voer.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe