Anonymous

δείελος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />de l'après-midi, du soir : δείελον [[ἦμαρ]] OD, <i>subst.</i> ὁ [[δείελος]] IL le soir.<br />'''Étymologie:''' [[δείλη]].
|btext=ος, ον :<br />de l'après-midi, du soir : δείελον [[ἦμαρ]] OD, <i>subst.</i> ὁ [[δείελος]] IL le soir.<br />'''Étymologie:''' [[δείλη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δείελος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην (ὃ ἴδε), δείελον [[ἦμαρ]], τὸ πρὸς ἑσπέραν [[μέρος]] τῆς ἡμέρας, δειλινόν, βράδυ, Ὀδ. Ρ. 606, Θεόκρ. 25. 86· δ. ὥρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 417· πρβλ. [[δειλινός]], [[εὐδείελος]], ἐπιδείελος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐννοουμένου τοῦ [[χρόνος]]), [[ἑσπέρα]], τὸ δειλινόν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ [[δείελος]] ὀψὲ δύων Ἰλ. Φ. 232· [[ποτὶ]] ἢ ὑπὸ δείελον, πρὸς τὴν ἑσπέραν, κατὰ τὸ δειλινόν, Ἀνθ. Π. 9. 650, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1160. 2) = [[δειελίη]], Καλλ. ἀποσπ. 190.
|elnltext=δείελος -ον [~ δείλη] avond-, avondlijk; subst. ἡ (ὁ) δείελος avond.
}}
{{elru
|elrutext='''δείελος:''' [[предвечерний]], [[вечерний]]: δείελον [[ἦμαρ]] Hom., Theocr. [[вечерняя пора]], [[вечер]].<br /><b class="num">II</b> ὁ Hom., Anth. = [[δείελον]] [[ἦμαρ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δείελος:''' -ον ([[δείλη]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που χαρακτηρίζει ή ανήκει στο [[δειλινό]]· δείελον [[ἦμαρ]], το [[μέρος]] της ημέρας που πλησιάζει στο [[βράδυ]], [[δειλινό]], [[δείλι]], [[βράδυ]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. (ενν. [[χρόνος]]), το προχωρημένο [[απόγευμα]]· [[εἰσόκεν]] ἔλθῃ [[δείελος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δείελος:''' -ον ([[δείλη]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που χαρακτηρίζει ή ανήκει στο [[δειλινό]]· δείελον [[ἦμαρ]], το [[μέρος]] της ημέρας που πλησιάζει στο [[βράδυ]], [[δειλινό]], [[δείλι]], [[βράδυ]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. (ενν. [[χρόνος]]), το προχωρημένο [[απόγευμα]]· [[εἰσόκεν]] ἔλθῃ [[δείελος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δείελος:''' [[предвечерний]], [[вечерний]]: δείελον [[ἦμαρ]] Hom., Theocr. [[вечерняя пора]], [[вечер]].<br /><b class="num">II</b> ὁ Hom., Anth. = [[δείελον]] [[ἦμαρ]].
|lstext='''δείελος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην (ὃ ἴδε), δείελον [[ἦμαρ]], τὸ πρὸς ἑσπέραν [[μέρος]] τῆς ἡμέρας, δειλινόν, βράδυ, Ὀδ. Ρ. 606, Θεόκρ. 25. 86· δ. ὥρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 417· πρβλ. [[δειλινός]], [[εὐδείελος]], ἐπιδείελος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐννοουμένου τοῦ [[χρόνος]]), [[ἑσπέρα]], τὸ δειλινόν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ [[δείελος]] ὀψὲ δύων Ἰλ. Φ. 232· [[ποτὶ]] ἢ ὑπὸ δείελον, πρὸς τὴν ἑσπέραν, κατὰ τὸ δειλινόν, Ἀνθ. Π. 9. 650, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1160. 2) = [[δειελίη]], Καλλ. ἀποσπ. 190.
}}
{{elnl
|elnltext=δείελος -ον [~ δείλη] avond-, avondlijk; subst. ἡ (ὁ) δείελος avond.
}}
}}
{{etym
{{etym