Anonymous

διακομίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=transporter ; <i>Pass.</i> être transporté, se transporter à travers;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακομίζομαι ramener avec soi : τοὺς παῖδας THC ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κομίζω]].
|btext=transporter ; <i>Pass.</i> être transporté, se transporter à travers;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακομίζομαι ramener avec soi : τοὺς παῖδας THC ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κομίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], εἰς τὴν νῆσον Θουκ. 3. 75· [[πέντε]] σταδίους δ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 31. - Μέσ., [[μεταβιβάζω]] τι τῶν ἐμῶν, δ. τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 89. - Παθ., μεταβιβάζομαι, Θουκ. 1. 136· [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], ὁ αὐτ. 3. 23, Ἀνδοκ. 27. 34, Πλάτ. Νόμ. 905Β. ΙΙ. ἀναζωογονῶ, τινὰ σιτίοισι Ἱππ. 479. 28· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 477.
|elnltext=δια-κομίζω met acc., causat. overzetten, transporteren:; αὐτούς... διακομίζει ἐς τήν... νῆσον hij zet hen over naar het eiland Thuc. 3.75.5; γραμματίδια ὑπὸ κόλπου διακομίζουσιν zij nemen aantekeningen mee onder hun kleding Luc. 36.27; geneesk. doen opleven. pass. intrans. oversteken:. νυκτὸς διακομισθέντες’s nachts overgestoken Xen. Hell. 6.2.11.
}}
{{elru
|elrutext='''διακομίζω:''' [[переправлять]], [[перевозить]], [[доставлять]] (σταδίους [[πέντε]] καὶ [[τεσσεράκοντα]] Her.; τινὰ ἐς νῆσον Thuc.; εἰς Καρχηδόνα τοὺς θύννους Arst.; ἐκ Λιβύης διακομισθείς Plut.): διακομίζεσθαι παῖδας καὶ γυναῖκας Thuc. перевозить с собой детей и жен; pass. переезжать (εἰς ἀγριώτερον [[ἔτι]] τόπον Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διακομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, [[μεταφέρω]] ή [[μεταβιβάζω]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ., [[μεταβιβάζω]] [[κάτι]] από αυτά που μου ανήκουν, σε Ηρόδ. — Παθ., μεταβιβάζομαι, [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]], σε Θουκ.
|lsmtext='''διακομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, [[μεταφέρω]] ή [[μεταβιβάζω]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ., [[μεταβιβάζω]] [[κάτι]] από αυτά που μου ανήκουν, σε Ηρόδ. — Παθ., μεταβιβάζομαι, [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διακομίζω:''' [[переправлять]], [[перевозить]], [[доставлять]] (σταδίους [[πέντε]] καὶ [[τεσσεράκοντα]] Her.; τινὰ ἐς νῆσον Thuc.; εἰς Καρχηδόνα τοὺς θύννους Arst.; ἐκ Λιβύης διακομισθείς Plut.): διακομίζεσθαι παῖδας καὶ γυναῖκας Thuc. перевозить с собой детей и жен; pass. переезжать (εἰς ἀγριώτερον [[ἔτι]] τόπον Plat.).
|lstext='''διακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], εἰς τὴν νῆσον Θουκ. 3. 75· [[πέντε]] σταδίους δ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 31. - Μέσ., [[μεταβιβάζω]] τι τῶν ἐμῶν, δ. τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 89. - Παθ., μεταβιβάζομαι, Θουκ. 1. 136· [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], ὁ αὐτ. 3. 23, Ἀνδοκ. 27. 34, Πλάτ. Νόμ. 905Β. ΙΙ. ἀναζωογονῶ, τινὰ σιτίοισι Ἱππ. 479. 28· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 477.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-κομίζω met acc., causat. overzetten, transporteren:; αὐτούς... διακομίζει ἐς τήν... νῆσον hij zet hen over naar het eiland Thuc. 3.75.5; γραμματίδια ὑπὸ κόλπου διακομίζουσιν zij nemen aantekeningen mee onder hun kleding Luc. 36.27; geneesk. doen opleven. pass. intrans. oversteken:. νυκτὸς διακομισθέντες’s nachts overgestoken Xen. Hell. 6.2.11.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ῐῶ<br />to [[carry]] [[over]] or [[across]], Hdt., Thuc.:—Mid. to [[carry]] [[over]] [[what]] is one's own, Hdt.: —Pass. to be carried [[over]], to [[pass]] [[over]], [[cross]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ῐῶ<br />to [[carry]] [[over]] or [[across]], Hdt., Thuc.:—Mid. to [[carry]] [[over]] [[what]] is one's own, Hdt.: —Pass. to be carried [[over]], to [[pass]] [[over]], [[cross]], Thuc.
}}
}}