Anonymous

βεβαιότης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> solidité, stabilité;<br /><b>2</b> sécurité, sûreté.<br />'''Étymologie:''' [[βέβαιος]].
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> solidité, stabilité;<br /><b>2</b> sécurité, sûreté.<br />'''Étymologie:''' [[βέβαιος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βεβαιότης''': -ητος, ἡ, [[σταθερότης]], [[στερεότης]], [[εὐστάθεια]], τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) [[βεβαιότης]], [[πεποίθησις]], ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· [[ἀσφάλεια]], βεβαιότητος [[ἕνεκα]] Θουκ. 4. 66.
|elnltext=[[βεβαιότης]] -ητος, ἡ [[βέβαιος]] stevigheid, stabiliteit, zekerheid, betrouwbaarheid:. βεβαιότητος [[ἕνεκα]] [[τῶν]] Μεγάρων om zeker te zijn van de (trouw van de) Megarenzers Thuc. 4.66.3; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος... [[ζῆν]] leven in rust en stabiliteit Plat. Resp. 503c; αἱ... νῖκαι [[κράτος]] [[οὐκ]] [[εἶχον]] οὐδὲ βεβαιότητα de overwinningen bezaten geen kracht of bestendigheid Plut. Ant. 50.2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βεβαιότης:''' -ητος, ἡ, [[σταθερότητα]], [[ευστάθεια]], [[ορθότητα]], [[αποφασιστικότητα]], [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], [[διαβεβαίωση]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 31: Line 28:
|mdlsjtxt=[from [[βέβαιος]]<br />[[firmness]], [[steadfastness]], [[stability]], [[assurance]], [[certainty]], Thuc., Plat.
|mdlsjtxt=[from [[βέβαιος]]<br />[[firmness]], [[steadfastness]], [[stability]], [[assurance]], [[certainty]], Thuc., Plat.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=[[βεβαιότης]] -ητος, ἡ [[βέβαιος]] stevigheid, stabiliteit, zekerheid, betrouwbaarheid:. βεβαιότητος [[ἕνεκα]] [[τῶν]] Μεγάρων om zeker te zijn van de (trouw van de) Megarenzers Thuc. 4.66.3; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος... [[ζῆν]] leven in rust en stabiliteit Plat. Resp. 503c; αἱ... νῖκαι [[κράτος]] [[οὐκ]] [[εἶχον]] οὐδὲ βεβαιότητα de overwinningen bezaten geen kracht of bestendigheid Plut. Ant. 50.2.
|lsmtext='''βεβαιότης:''' -ητος, ἡ, [[σταθερότητα]], [[ευστάθεια]], [[ορθότητα]], [[αποφασιστικότητα]], [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], [[διαβεβαίωση]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''βεβαιότης''': -ητος, ἡ, [[σταθερότης]], [[στερεότης]], [[εὐστάθεια]], τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) [[βεβαιότης]], [[πεποίθησις]], ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· [[ἀσφάλεια]], βεβαιότητος [[ἕνεκα]] Θουκ. 4. 66.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[assurance]], [[certainty]], [[durability]], [[security]], [[steadfastness]]
|woodrun=[[assurance]], [[certainty]], [[durability]], [[security]], [[steadfastness]]
}}
}}