Anonymous

διάκονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />serviteur, servante.<br />'''Étymologie:''' DELG [[διά]] « de tous les côtés, complètement » et thème *-kono que l'on trouve dans le <i>myc.</i> kasikono « ouvrier, compagnon ».
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />serviteur, servante.<br />'''Étymologie:''' DELG [[διά]] « de tous les côtés, complètement » et thème *-kono que l'on trouve dans le <i>myc.</i> kasikono « ouvrier, compagnon ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διάκονος''': [], Ἰων. διήκονος, ὁ, [[ὑπηρέτης]], [[θεράπων]], Λατ. minister, Ἡρόδ. 4. 71, 72, κτλ.· [[ἄγγελος]], ἀναγγέλλων τι, Αἰσχύλ. Πρ. 942, Σοφ. Φ. 497· ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 141· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1116, Δημ. 762. 4. 2) [[ὑπηρέτης]] τῆς ἐκκλησίας, [[διάκονος]], 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 8, κτλ.· καὶ ἐν τῷ θηλ. = [[διακόνισσα]], Ἐπ. Ρωμ. 16. 1. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὑπηρετῶν, [[ὑπηρετικός]], [[χρήσιμος]], Πλάτ. Πολιτ. 290C· ἀνώμαλ. συγκρ. διᾱκονέστερος Ἐπίχ. 159 Ahr. (Ὁ Βούττμ., Λεξιλ. ἐν λ. [[διάκτορος]] 3, νομίζει πιθανὸν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ [[διώκω]]. - Ἡ παλαιὰ παραγωγὴ ἐκ τοῦ διά, [[κόνις]], ὁ κατασκονισμένος [[ἕνεκα]] τῆς σπουδῆς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν (πρβλ. [[κονίω]]), εἶνε [[ἀπαράδεκτος]], ἂν μὴ δι’ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ [[τοὐλάχιστον]] [[ἕνεκα]] τῆς ποσότητος τοῦ α).
|elnltext=διάκονος -ον [κονία?] dienstverlenend:; δ. ἐπιστήμη hulpwetenschap Plat. Plt. 290c; meestal subst. dienaar:; ἵν’ ἀκόλουθον διάκονόν τ’ ἔχῃ opdat hij een loopjongen en bediende heeft Aristoph. Av. 73; διάκονοι πόλεως staatsdienaren Plat. Grg. 517b; f..; ἡ διάκονος de dienares Aristoph. Eccl. 1116; ongunstig: ὁ τοῦ τυράννου τοῦ νέου διάκονος de loopjongen van de nieuwe heerser Aeschl. PV. 942; NT diaken.
}}
{{elru
|elrutext='''διάκονος:'''<br /><b class="num">I</b> (ᾱ), ион. [[διήκονος]] 2 служебный, служительский (ἐπιστήμης [[μόριον]] Plat.).<br /><b class="num">II</b> (ᾱ), ион. [[διήκονος]] ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[слуга]] (служанка), служитель(ница) Aesch., Soph., Her., Thuc., Arph., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[диакон]] (диаконисса) NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''διάκονος:''' [ᾱ], Ιων. [[διήκονος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρέτης]], [[υπάλληλος]], αυτός που προσφέρει υπηρεσίες, [[θεράπων]], Λατ. [[minister]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αγγελιοφόρος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ως θηλ. σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[λειτουργός]], [[ιερέας]], [[εφημέριος]] εκκλησίας, [[διάκονος]], σε Καινή Διαθήκη· ως θηλ., [[διακόνισσα]], στο ίδ. (παραπλήσιο προς το [[διάκτορος]]· και τα [[δύο]] πιθ. από το [[διώκω]]).
|lsmtext='''διάκονος:''' [ᾱ], Ιων. [[διήκονος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρέτης]], [[υπάλληλος]], αυτός που προσφέρει υπηρεσίες, [[θεράπων]], Λατ. [[minister]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αγγελιοφόρος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ως θηλ. σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[λειτουργός]], [[ιερέας]], [[εφημέριος]] εκκλησίας, [[διάκονος]], σε Καινή Διαθήκη· ως θηλ., [[διακόνισσα]], στο ίδ. (παραπλήσιο προς το [[διάκτορος]]· και τα [[δύο]] πιθ. από το [[διώκω]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διάκονος:'''<br /><b class="num">I</b> (), ион. [[διήκονος]] 2 служебный, служительский (ἐπιστήμης [[μόριον]] Plat.).<br /><b class="num">II</b> (ᾱ), ион. [[διήκονος]] ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[слуга]] (служанка), служитель(ница) Aesch., Soph., Her., Thuc., Arph., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[диакон]] (диаконисса) NT.
|lstext='''διάκονος''': [], Ἰων. διήκονος, ὁ, [[ὑπηρέτης]], [[θεράπων]], Λατ. minister, Ἡρόδ. 4. 71, 72, κτλ.· [[ἄγγελος]], ἀναγγέλλων τι, Αἰσχύλ. Πρ. 942, Σοφ. Φ. 497· ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. αὐτ. Ἀποσπ. 141· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1116, Δημ. 762. 4. 2) [[ὑπηρέτης]] τῆς ἐκκλησίας, [[διάκονος]], 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 8, κτλ.· καὶ ἐν τῷ θηλ. = [[διακόνισσα]], Ἐπ. Ρωμ. 16. 1. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὑπηρετῶν, [[ὑπηρετικός]], [[χρήσιμος]], Πλάτ. Πολιτ. 290C· ἀνώμαλ. συγκρ. διᾱκονέστερος Ἐπίχ. 159 Ahr. (Ὁ Βούττμ., Λεξιλ. ἐν λ. [[διάκτορος]] 3, νομίζει πιθανὸν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ [[διώκω]]. - Ἡ παλαιὰ παραγωγὴ ἐκ τοῦ διά, [[κόνις]], ὁ κατασκονισμένος [[ἕνεκα]] τῆς σπουδῆς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν (πρβλ. [[κονίω]]), εἶνε [[ἀπαράδεκτος]], ἂν μὴ δι’ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ [[τοὐλάχιστον]] [[ἕνεκα]] τῆς ποσότητος τοῦ α).
}}
{{elnl
|elnltext=διάκονος -ον [κονία?] dienstverlenend:; δ. ἐπιστήμη hulpwetenschap Plat. Plt. 290c; meestal subst. dienaar:; ἵν’ ἀκόλουθον διάκονόν τ’ ἔχῃ opdat hij een loopjongen en bediende heeft Aristoph. Av. 73; διάκονοι πόλεως staatsdienaren Plat. Grg. 517b; f..; ἡ διάκονος de dienares Aristoph. Eccl. 1116; ongunstig: ὁ τοῦ τυράννου τοῦ νέου διάκονος de loopjongen van de nieuwe heerser Aeschl. PV. 942; NT diaken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj