Anonymous

διαμάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br />déchirer, creuser.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute [[διά]], [[ἀμάω]] « moissonner, couper ».
|btext=-ῶ :<br />déchirer, creuser.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute [[διά]], [[ἀμάω]] « moissonner, couper ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κόπτω]] διὰ μέσου, [[διασχίζω]], χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - [[σκαλίζω]], [[διασκάπτω]], δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.
|elnltext=δι-αμάω ook med. stuk scheuren, openkrabben:. διήμησ’ Ἰφιγόνης παρηίδα hij sneed de hals van Iphigone door Eur. El. 1023; ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα met de vingertoppen in de grond graven Eur. Ba. 709.
}}
{{elru
|elrutext='''διᾰμάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разрывать]], [[рассекать]], [[разрубать]] (χιτῶνα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[расцарапывать]] (παρηΐδα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[разгребать]], [[раскапывать]] (ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Eur.; med.: τὸν κάχληκα Thuc.; χιόνα Polyb.; ταῖς χερσὶ τὴν γῆν Plut.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] πέρα-πέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκαλίζω]], γρατσουνίζω, [[διασκάπτω]], στον ίδ. — Μέσ., <i>διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα</i>, το [[χαλίκι]] έχει αποτριφτεί, σε Θουκ.
|lsmtext='''διαμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] πέρα-πέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκαλίζω]], γρατσουνίζω, [[διασκάπτω]], στον ίδ. — Μέσ., <i>διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα</i>, το [[χαλίκι]] έχει αποτριφτεί, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διᾰμάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разрывать]], [[рассекать]], [[разрубать]] (χιτῶνα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[расцарапывать]] (παρηΐδα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[разгребать]], [[раскапывать]] (ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Eur.; med.: τὸν κάχληκα Thuc.; χιόνα Polyb.; ταῖς χερσὶ τὴν γῆν Plut.).
|lstext='''διαμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κόπτω]] διὰ μέσου, [[διασχίζω]], χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - [[σκαλίζω]], [[διασκάπτω]], δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.
}}
{{elnl
|elnltext=δι-αμάω ook med. stuk scheuren, openkrabben:. διήμησ’ Ἰφιγόνης παρηίδα hij sneed de hals van Iphigone door Eur. El. 1023; ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα met de vingertoppen in de grond graven Eur. Ba. 709.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to cut [[through]], Il., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[scrape]] [[away]], Eur.; Mid., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα to get the [[gravel]] scraped [[away]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to cut [[through]], Il., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[scrape]] [[away]], Eur.; Mid., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα to get the [[gravel]] scraped [[away]], Thuc.
}}
}}