Anonymous

δύσχρηστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> embarrassant, peu commode;<br /><b>2</b> difficile à manier, rétif, ombrageux, d'un commerce difficile ; <i>en parl. de choses</i> dont l'usage est difficile <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χράομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> embarrassant, peu commode;<br /><b>2</b> difficile à manier, rétif, ombrageux, d'un commerce difficile ; <i>en parl. de choses</i> dont l'usage est difficile <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χράομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δύσχρηστος''': ον ([[χράομαι]])· - [[δύσκολος]] πρὸς χρήσιν, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], [[σχεδόν]] [[ἀνωφελής]], ἀντίθ. [[εὔχρηστος]], Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν [[στράτευμα]] ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν [[δύσκολος]] ἡ [[χρῆσις]] ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. [[ἐξουσία]], ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις [[καλῶς]], Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως [[διάκειμαι]], εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.
|elnltext=δύσχρηστος -ον [δυσ-, χράομαι] [[slecht bruikbaar]], [[onhandelbaar]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύσχρηστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[негодный]], [[неприменимый]], [[ненужный]], [[бесполезный]] ([[στράτευμα]] Xen.; [[μέθοδος]] Arst.; ὑπ᾽ ἀταξίας, sc. [[στρατιώτης]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[непокорный]], [[норовистый]] ([[ἵππος]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δύσχρηστος:''' -ον ([[χράομαι]]), [[δύσκολος]] στη [[χρήση]], [[σχεδόν]] [[άχρηστος]], [[ανώφελος]], σε Ξεν.· απείθαρχος, [[ανυπάκουος]], στον ίδ.· επίρρ. <i>-τως ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[δυσκολία]], [[ενόχληση]], [[δυσφορία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δύσχρηστος:''' -ον ([[χράομαι]]), [[δύσκολος]] στη [[χρήση]], [[σχεδόν]] [[άχρηστος]], [[ανώφελος]], σε Ξεν.· απείθαρχος, [[ανυπάκουος]], στον ίδ.· επίρρ. <i>-τως ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[δυσκολία]], [[ενόχληση]], [[δυσφορία]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δύσχρηστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[негодный]], [[неприменимый]], [[ненужный]], [[бесполезный]] ([[στράτευμα]] Xen.; [[μέθοδος]] Arst.; ὑπ᾽ ἀταξίας, sc. [[στρατιώτης]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[непокорный]], [[норовистый]] ([[ἵππος]] Plut.).
|lstext='''δύσχρηστος''': ον ([[χράομαι]])· - [[δύσκολος]] πρὸς χρήσιν, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], [[σχεδόν]] [[ἀνωφελής]], ἀντίθ. [[εὔχρηστος]], Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν [[στράτευμα]] ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν [[δύσκολος]] ἡ [[χρῆσις]] ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. [[ἐξουσία]], ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις [[καλῶς]], Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως [[διάκειμαι]], εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.
}}
{{elnl
|elnltext=δύσχρηστος -ον [δυσ-, χράομαι] [[slecht bruikbaar]], [[onhandelbaar]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσ-χρηστος, ον [[χράομαι]]<br />[[hard]] to use, [[nearly]] [[useless]], Xen.; [[intractable]], Xen.:—adv. -τως ἔχειν to be in [[distress]], Plut.
|mdlsjtxt=δύσ-χρηστος, ον [[χράομαι]]<br />[[hard]] to use, [[nearly]] [[useless]], Xen.; [[intractable]], Xen.:—adv. -τως ἔχειν to be in [[distress]], Plut.
}}
}}