Anonymous

ζύγιος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br />bon pour le joug <i>ou</i> qu’on met sous le joug : ζύγιοι ἵπποι SOPH <i>litt.</i> chevaux attelés, <i>càd des quatre chevaux d'un quadrige, les deux du milieu par opp. aux deux autres</i> (σειραῖοι ἵπποι).<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]].
|btext=α, ον :<br />bon pour le joug <i>ou</i> qu’on met sous le joug : ζύγιοι ἵπποι SOPH <i>litt.</i> chevaux attelés, <i>càd des quatre chevaux d'un quadrige, les deux du milieu par opp. aux deux autres</i> (σειραῖοι ἵπποι).<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζύγιος''': , -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. [[ἔνθα]] κατωτ. (ζῠγόν)· - ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ [[ζυγόν]], ζ. [[ἵππος]], [[ἵππος]] ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]], ἀντίθ. [[σειραφόρος]], Ψευδευριπ. Ι. Α. 221, Ἀριστοφ. Νεφ. 122· - μετὰ γεν., θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας Εὐρ. Ἑλ. 1310. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, παρὰ Ρωμαίοις Juno jugalis, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 96, Μουσαῖ. 275· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων θεοτήτων, Ἀνθ. Π. 7. 555, Ἡσύχ. ΙΙΙ. [[ζύγιος]], ὁ, = [[ζυγίτης]], Πολυδ. Α΄, 87, 120· κῶπαι ζ. Πολύαιν. 5. 22, 4.
|elnltext=ζύγιος -α -ον en ζύγιος -ον [~ ζυγόν] onder het juk gespannen:. ὁ ζύγιος ( sc. ἵππος ) het trekpaard Aristoph. Nub. 122. ingespannen, van de wagen:. θηρῶν... ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας nadat de godin de wagen had ingespannen met een span van wilde dieren Eur. Hel. 1310 ( lyr. ).
}}
{{elru
|elrutext='''ζύγιος:''' и 2 (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[яремный]], [[упряжной]] ([[ἵππος]] Eur., Arph.);<br /><b class="num">2)</b> (о повозке) запряженный: θηρῶν ζύγιοι σατίναι Eur. колесницы, запряженные дикими зверями;<br /><b class="num">3)</b> [[сочетающий браком]], [[соединяющий в брачный союз]] (Ἣρη Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ζύγιος:''' -α, -ον και -ος, -ον (ζῠγόν), αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], δηλ. [[ικανός]] να ζευχθεί σε [[ζυγό]]· [[ζύγιος]] [[ἵππος]], [[άλογο]] που έχει ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Αριστοφ.· με γεν., <i>θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας</i>, έχοντας ζεύξει άμαξες με ζευγάρια ζώων ως υποζύγια, σε Ευρ.
|lsmtext='''ζύγιος:''' -α, -ον και -ος, -ον (ζῠγόν), αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], δηλ. [[ικανός]] να ζευχθεί σε [[ζυγό]]· [[ζύγιος]] [[ἵππος]], [[άλογο]] που έχει ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Αριστοφ.· με γεν., <i>θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας</i>, έχοντας ζεύξει άμαξες με ζευγάρια ζώων ως υποζύγια, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζύγιος:''' и 2 (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[яремный]], [[упряжной]] ([[ἵππος]] Eur., Arph.);<br /><b class="num">2)</b> (о повозке) запряженный: θηρῶν ζύγιοι σατίναι Eur. колесницы, запряженные дикими зверями;<br /><b class="num">3)</b> [[сочетающий браком]], [[соединяющий в брачный союз]] (Ἣρη Anth.).
|lstext='''ζύγιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. [[ἔνθα]] κατωτ. (ζῠγόν)· - ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ [[ζυγόν]], ζ. [[ἵππος]], [[ἵππος]] ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]], ἀντίθ. [[σειραφόρος]], Ψευδευριπ. Ι. Α. 221, Ἀριστοφ. Νεφ. 122· - μετὰ γεν., θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας Εὐρ. Ἑλ. 1310. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, παρὰ Ρωμαίοις Juno jugalis, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 96, Μουσαῖ. 275· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων θεοτήτων, Ἀνθ. Π. 7. 555, Ἡσύχ. ΙΙΙ. [[ζύγιος]], ὁ, = [[ζυγίτης]], Πολυδ. Α΄, 87, 120· κῶπαι ζ. Πολύαιν. 5. 22, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=ζύγιος -α -ον en ζύγιος -ον [~ ζυγόν] onder het juk gespannen:. ὁ ζύγιος ( sc. ἵππος ) het trekpaard Aristoph. Nub. 122. ingespannen, van de wagen:. θηρῶν... ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας nadat de godin de wagen had ingespannen met een span van wilde dieren Eur. Hel. 1310 ( lyr. ).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj