Anonymous

καθαίρεσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> destruction (d'une ville, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> meurtre.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιρέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> destruction (d'une ville, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> meurtre.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιρέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθαίρεσις''': -εως, ἡ, τὸ καθαιρεῖν, καταστρέφειν, [[καταστροφή]], [[φόνος]], [[σφαγή]], Στησίχ. παρὰ Σουΐδ., Πλουτ. Ἀντών. 82· [[κατάλυσις]], [[κατεδάφισις]], Θουκ. 5. 42, Ἰσοκρ. 153Β, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· ἡ τῆς ἐξουσίας, [[κατάλυσις]], [[ἀνατροπή]], Ἡρῳδιαν. 2. 4, 9, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ι΄, 8· κ. τοῦ λαοῦ = ὁ λαὸς ὁ καθαιρεθεὶς Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ 43)· - αἱ καθαιρέσεις, τὰ ἐρείπια, Ἀθήν. περὶ Μηχανημάτ. 92Β. 2) [[ἐλάττωσις]], [[μείωσις]], ἀντίθετον τῷ [[αὔξη]], [[πρόσθεσις]], Ἀριστ. φυσ. 3. 6, 9, κἑξ: - ἐν τῇ ἰατρικῇ, [[ἐλάττωσις]] τῆς πλεοναζούσης σαρκός, [[ἴσχνανσις]], Ἱππ. 1174G· τῶν σωμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 11· τῶν ὄγκων Πλάτ. Τίμ. 58Ε· = πρβλ. [[καθαιρέω]] ΙΙ. 6. 3) [[καθαίρεσις]] ἐκ τοῦ ἀξιώματος, Ἡρῳδιαν. 3. 1, 1· ἰδίως ἐπὶ ἐπισκόπου ἢ πρεσβυτέρου [[ἕνεκα]] ἀξιοποίνου πράξεως, Ἀλέξ. Ἀλ. 577C, 581Β, Συνόδ. Ἀντιοχ. 1, Ἀθαν. Ι. 260D, Ἐπιφάν. ΙΙ. 200Α, κλ. 4) [[ἔκλειψις]] ἡλίου καὶ σελήνης, «τινὲς δὲ καὶ τὰς ἐκλείψεις ἡλίου καὶ σελήνης καθαιρέσεις ἐκάλουν τῶν θεῶν» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 533.
|elnltext=καθαίρεσις -εως, ἡ [καθαιρέω] afbraak, verwoesting:; τοῦ Πανάκτου καθαίρεσις de verwoesting van Panacton Thuc. 5.42.1; overdr.: εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν om u te schaden NT 2 Cor. 10.8. levensbeeïndiging:. συνεργὸς τῆς καθαιρέσεως helper bij haar levensbeeïndiging Plut. Ant. 82.4. het slinken; geneesk. vermagering.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθαίρεσις:''' εως <br /><b class="num">1)</b> [[разрушение]], [[снос]], [[уничтожение]] (τοῦ Πανάκτου Thuc.; τῶν τειχῶν Xen.; ὀχυρωμάτων NT);<br /><b class="num">2)</b> [[уменьшение]], [[убывание]] (τῶν ὄγκων Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[исхудание]] (τῶν σωμάτων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[умерщвление]], [[убийство]] (sc. Κλεοπάτρας Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[отнимание]]: [[ἔστι]] τὸ [[ἄπειρον]] ἐπὶ καθαιρέσει Arst. бесконечное существует (для нас) путем отнимаиия, т. е. как негативное понятие.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καθαίρεσις:''' -εως, ἡ ([[καθαιρέω]]), [[ανατροπή]], [[κατεδάφιση]], σε Θουκ., Ξεν.· [[καταστροφή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''καθαίρεσις:''' -εως, ἡ ([[καθαιρέω]]), [[ανατροπή]], [[κατεδάφιση]], σε Θουκ., Ξεν.· [[καταστροφή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθαίρεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[разрушение]], [[снос]], [[уничтожение]] (τοῦ Πανάκτου Thuc.; τῶν τειχῶν Xen.; ὀχυρωμάτων NT);<br /><b class="num">2)</b> [[уменьшение]], [[убывание]] (τῶν ὄγκων Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[исхудание]] (τῶν σωμάτων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[умерщвление]], [[убийство]] (sc. Κλεοπάτρας Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[отнимание]]: [[ἔστι]] τὸ [[ἄπειρον]] ἐπὶ καθαιρέσει Arst. бесконечное существует (для нас) путем отнимаиия, т. е. как негативное понятие.
|lstext='''καθαίρεσις''': -εως, , τὸ καθαιρεῖν, καταστρέφειν, [[καταστροφή]], [[φόνος]], [[σφαγή]], Στησίχ. παρὰ Σουΐδ., Πλουτ. Ἀντών. 82· [[κατάλυσις]], [[κατεδάφισις]], Θουκ. 5. 42, Ἰσοκρ. 153Β, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· ἡ τῆς ἐξουσίας, [[κατάλυσις]], [[ἀνατροπή]], Ἡρῳδιαν. 2. 4, 9, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ι΄, 8· ἡ κ. τοῦ λαοῦ = ὁ λαὸς ὁ καθαιρεθεὶς Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ 43)· - αἱ καθαιρέσεις, τὰ ἐρείπια, Ἀθήν. περὶ Μηχανημάτ. 92Β. 2) [[ἐλάττωσις]], [[μείωσις]], ἀντίθετον τῷ [[αὔξη]], [[πρόσθεσις]], Ἀριστ. φυσ. 3. 6, 9, κἑξ: - ἐν τῇ ἰατρικῇ, [[ἐλάττωσις]] τῆς πλεοναζούσης σαρκός, [[ἴσχνανσις]], Ἱππ. 1174G· τῶν σωμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 11· τῶν ὄγκων Πλάτ. Τίμ. 58Ε· = πρβλ. [[καθαιρέω]] ΙΙ. 6. 3) [[καθαίρεσις]] ἐκ τοῦ ἀξιώματος, Ἡρῳδιαν. 3. 1, 1· ἰδίως ἐπὶ ἐπισκόπου ἢ πρεσβυτέρου [[ἕνεκα]] ἀξιοποίνου πράξεως, Ἀλέξ. Ἀλ. 577C, 581Β, Συνόδ. Ἀντιοχ. 1, Ἀθαν. Ι. 260D, Ἐπιφάν. ΙΙ. 200Α, κλ. 4) [[ἔκλειψις]] ἡλίου καὶ σελήνης, «τινὲς δὲ καὶ τὰς ἐκλείψεις ἡλίου καὶ σελήνης καθαιρέσεις ἐκάλουν τῶν θεῶν» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 533.
}}
{{elnl
|elnltext=καθαίρεσις -εως, [καθαιρέω] afbraak, verwoesting:; τοῦ Πανάκτου καθαίρεσις de verwoesting van Panacton Thuc. 5.42.1; overdr.: εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν om u te schaden NT 2 Cor. 10.8. levensbeeïndiging:. συνεργὸς τῆς καθαιρέσεως helper bij haar levensbeeïndiging Plut. Ant. 82.4. het slinken; geneesk. vermagering.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj