Anonymous

καταβαρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />surcharger, accabler sous le poids.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βάρος]].
|btext=-ῶ :<br />surcharger, accabler sous le poids.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βάρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταβᾰρέω''': [[καταβαρύνω]], [[καταβάλλω]] διὰ τοῦ βάρους μου, καταπονῶ, ὡς μὴ καταβαρήσειν αὐτὸν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1 ([[ἔνθα]] διαφ. γρ. καταπονήσειν)· μεταφ., ἐπιβαρὺνω, καταφορτώνω, κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς Ἀππ. Ἐμφ. 5. 67·- Παθ., καταβαρεῖσθαι ὑπὸ τῆς μάχης Πολύβ. 11. 33, 3· τοῖς ὅλοις 18. 4, 8· ὑπὸ τοῦ πάθους Διόδ. 19. 24.
|elnltext=κατα-βαρέω neerdrukken; overdr. tot last zijn:. οὐ καταβάρησα ὑμᾶς ik ben u niet tot last geweest NT 2 Cor. 12.16.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβαρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[перегружать]], [[отягощать]], [[обременять]] (τινα NT; Luc. - [[varia lectio|v.l.]] [[καταπονέω]]);<br /><b class="num">2)</b> pass. [[быть удрученным]], [[мучиться]], [[страдать]] (τῇ μάχῃ или ὑπὸ τῆς μάχης Polyb.; ὑπὸ τοῦ πάθους Diod.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καταβᾰρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερφορτώνω]], [[βαρυφορτώνω]], [[παραφορτώνω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''καταβᾰρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερφορτώνω]], [[βαρυφορτώνω]], [[παραφορτώνω]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταβαρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[перегружать]], [[отягощать]], [[обременять]] (τινα NT; Luc. - [[varia lectio|v.l.]] [[καταπονέω]]);<br /><b class="num">2)</b> pass. [[быть удрученным]], [[мучиться]], [[страдать]] (τῇ μάχῃ или ὑπὸ τῆς μάχης Polyb.; ὑπὸ τοῦ πάθους Diod.).
|lstext='''καταβᾰρέω''': [[καταβαρύνω]], [[καταβάλλω]] διὰ τοῦ βάρους μου, καταπονῶ, ὡς μὴ καταβαρήσειν αὐτὸν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1 ([[ἔνθα]] διαφ. γρ. καταπονήσειν)· μεταφ., ἐπιβαρὺνω, καταφορτώνω, κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς Ἀππ. Ἐμφ. 5. 67·- Παθ., καταβαρεῖσθαι ὑπὸ τῆς μάχης Πολύβ. 11. 33, 3· τοῖς ὅλοις 18. 4, 8· ὑπὸ τοῦ πάθους Διόδ. 19. 24.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βαρέω neerdrukken; overdr. tot last zijn:. οὐ καταβάρησα ὑμᾶς ik ben u niet tot last geweest NT 2 Cor. 12.16.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj