Anonymous

κινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.</i> ἐκινδύνευσα, <i>pf.</i> κεκινδύνευκα;<br /><b>I.</b> être en danger, courir un danger : κ. [[τῷ]] σώματι, [[τῇ]] ψυχῇ HDT courir un danger de la vie ; [[τίσιν]] [[οὖν]] [[ὑμεῖς]] κινδυνεύσαιτ’ [[ἄν]] ; DÉM sur quels points seriez-vous donc en danger ? <i>ou avec</i> [[περί]] τινος : περὶ [[τοῦ]] βίου AR être en danger de la vie ; avec l'inf. κ. ἀποθανεῖν PLUT, ἀπολέσθαι HDT, διαφθαρῆναι THC être en danger de mourir, de périr, d'être détruit ; κινδυνεύοντος [[τοῦ]] χωρίου THC le poste étant en péril ; <i>Pass.</i> être couru <i>en parlant d'un danger, d'un péril</i> : τὰ κινδυνευθέντα LYS les dangers qu’on a courus ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> affronter un danger de guerre ; combattre : πρὸς τοὺς πολεμίους XÉN marcher contre l'ennemi;<br /><b>2</b> courir le danger d'une condamnation : περὶ ζημίας LYS à une amende;<br /><b>II.</b> courir une chance, risquer, avoir chance de : κινδυνεύουσι γόητες [[εἶναι]] HDT ils ont chance, ils ont bien l'air d'être des charlatans ; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν [[εἶναι]] τὸ εὐδαιμονεῖν XÉN le bonheur a bien l'air d'être le bien le moins contestable ; <i>p. suite</i>, pour atténuer une affirmation <i>ou</i> marquer la probabilité ; • <i>impers.</i> κινδυνεύει, cela est bien possible, peut-être.<br />'''Étymologie:''' [[κίνδυνος]].
|btext=<i>ao.</i> ἐκινδύνευσα, <i>pf.</i> κεκινδύνευκα;<br /><b>I.</b> être en danger, courir un danger : κ. [[τῷ]] σώματι, [[τῇ]] ψυχῇ HDT courir un danger de la vie ; [[τίσιν]] [[οὖν]] [[ὑμεῖς]] κινδυνεύσαιτ’ [[ἄν]] ; DÉM sur quels points seriez-vous donc en danger ? <i>ou avec</i> [[περί]] τινος : περὶ [[τοῦ]] βίου AR être en danger de la vie ; avec l'inf. κ. ἀποθανεῖν PLUT, ἀπολέσθαι HDT, διαφθαρῆναι THC être en danger de mourir, de périr, d'être détruit ; κινδυνεύοντος [[τοῦ]] χωρίου THC le poste étant en péril ; <i>Pass.</i> être couru <i>en parlant d'un danger, d'un péril</i> : τὰ κινδυνευθέντα LYS les dangers qu’on a courus ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> affronter un danger de guerre ; combattre : πρὸς τοὺς πολεμίους XÉN marcher contre l'ennemi;<br /><b>2</b> courir le danger d'une condamnation : περὶ ζημίας LYS à une amende;<br /><b>II.</b> courir une chance, risquer, avoir chance de : κινδυνεύουσι γόητες [[εἶναι]] HDT ils ont chance, ils ont bien l'air d'être des charlatans ; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν [[εἶναι]] τὸ εὐδαιμονεῖν XÉN le bonheur a bien l'air d'être le bien le moins contestable ; <i>p. suite</i>, pour atténuer une affirmation <i>ou</i> marquer la probabilité ; • <i>impers.</i> κινδυνεύει, cela est bien possible, peut-être.<br />'''Étymologie:''' [[κίνδυνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κινδῡνεύω''': μέλλ. -σω. ― Παθ., κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ: μέλλ. κινδυνευθήσομαι Δημοσθ. 866. 27, ἢ κεκινδυνεύσομαι Ἀντιφ. 138. 16· περὶ ἀορ. καὶ πρκμ. ἴδε κατωτ. 3· ([[κίνδυνος]]). Εἶμαι [[τολμηρός]], τολμῶ, ῥίπτομαι εἰς κίνδυνον, κ. πρὸς πολλούς, πρὸς πολεμίους Ἡρόδ. 4. 11, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 14· κ. εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀποτολμῶ νὰ [[ὑπάγω]], Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 5. β) ἀπολ. ἀποτολμῶ, [[διακινδυνεύω]], ἐπιχειρῶ ἐπικίνδυνον πρᾶξιν, Ἡρόδ. 3. 69, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1204, Θουκ. 1. 20., 2. 39· ― [[ὡσαύτως]], [[εἰμὶ]] ἐν κινδύνῳ, [[διατρέχω]] κίνδυνον, Ἀριστοτ. Ἠθ. Ν. 4. 3. 23, κτλ.· ἐπὶ νοσοῦντος Ἱππ. Ἀφ. 1261· κινδυνεύοντος τοῦ χωρίου, τῆς θέσεως εὑρισκομένης εἰς κίνδυνον, Θουκ. 4. 8· ὁ κινδυνεύων [[τόπος]] Πολύβ. 3. 115, 6. 2) τὸ κινδυνεῦον [[μέρος]] ἐκφέρεται [[πολλάκις]] κατὰ δοτ., κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ, Ἡρόδ. 2. 120, 7. 209· κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι, [[κινδυνεύω]] μὲ ὅλην τὴν Ἑλλάδα, δηλ. ἐκθέτω ὅλην τὴν Ἑλλάδα εἰς κίνδυνον, ὁ αὐτ. 8. 60, 1· τῇ στρατιῇ ὁ αὐτ. 4. 80· τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ’ ἄν…; εἰς ποῖα πράγματα; Δημοσθ. 115. 12· κ. τῷ βίῳ, τῇ κεφαλῇ, τοῖς ὅλοις πράγμασι Πολύβ., κτλ., πρβλ. Κάρ. ― [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] μετὰ προθέσ., κ. ἐν τοῖς σώμασι Λυσ. 196. 26· ἐν υἱέσι Πλάτ. Λάχ. 187Β· ― [[συχνάκις]] μετὰ τῆς [[περί]], κ. περὶ τῆς Πελοποννήσου Ἡρόδ. 8. 74· περὶ τῆς ψυχῆς Ἀριστοφ. Πλ. 524, Ἀντιφ. 119. 40· περὶ τοῦ σώματος Ἀνδοκ. 1. 22· περὶ ἀνδραποδισμοῦ Ἰσοκρ. 166Ε· περὶ τῆς μεγίστης ζημίας Λυσ. 109. 34, κτλ.· [[ὡσαύτως]], περὶ τῆς βασιλείας πρὸς Κῦρον Δημ. 197. 22· περὶ αὑτῷ Ἀντιφ. 130. 3· περὶ τοῖς φιλτάτοις Πλάτ. Πρωτ. 314Α· ― [[ὑπὲρ]] καλλίστων Λυσ. 198. 6. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[ἀναλαμβάνω]] τολμηρῶς, [[κινδυνεύω]], κινδύνους Ἀντιφ. 139. 9· [[κινδύνευμα]] Πλάτ. Πολ. 451Α· μάχην Αἰσχίν. 50. 40· κ. ψευδομαρτυρίαν, ἐκθέτω ἐμαυτὸν εἰς κίνδυνον κατηγορίας ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Δημ. 1033. 1· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀποτολμῶμαι, μετὰ κινδύνου πράττομαι, μεταβολὴ κινδυνεύεται, ὑπάρχει [[κίνδυνος]] μεταβολῆς, Θουκ. 2. 43· ὁποτέρως ἔσται, ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται, διατελεῖ ἐν ἐπικινδύνῳ ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 1. 78· τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Δημ. 432. 26· τὸ κεκινδυνευμένον, τολμηρὰ [[ἐπιχείρησις]], Πινδ. Ν. 5. 26· τὰ κινδυνευθέντα = τὰ κινδυνεύματα Λυσ. 195. 34. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., [[διατρέχω]] τὸν κίνδυνον, [[κινδυνεύω]] νά..., τὸν στρατὸν κινδυνεύσεις ἀποβαλέειν Ἡρόδ. 8. 65· κακόν τι λαβέειν 6. 9· ἀπολέσθαι 9. 89· διαφθαρῆναι Θουκ. 3. 74· ἀποθανεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 28Β· κτλ.· ― ἀκολούθως, β) [[ἐπειδὴ]] ὁ [[κίνδυνος]] ὑπονοεῖ καὶ πιθανότητα ἐπιτυχίας, τὸ [[κινδυνεύω]] (μετ’ ἀπαρ.) κεῖται πρὸς δήλωσιν τοῦ ὅτι δυνατὸν ἢ πιθανὸν νὰ συμβῇ τι, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες [[εἶναι]], διατρέχουσι τὸν κίνδυνον νὰ θεωρηθῶσι..., Ἡρόδ. 4. 105· κινδυνεύσομεν βοηθεῖν, πιθανῶς θὰ ἔχωμεν νὰ βοηθήσωμεν, Πλάτ. Θεαίτ. 164C, πρβλ. 172C· κ. ἡ ἀληθὴς [[δόξα]] [[ἐπιστήμη]] [[εἶναι]], φαίνεται πιθανὸν ὅτι..., [[αὐτόθι]] 187Β· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς [[εἶναι]], θὰ ἔχῃς τὴν εὐκαιρίαν νὰ δείξῃς τὴν ἀξίαν σου, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17, πρβλ. 3. 13, 3· ― [[ὡσαύτως]] κινδυνεύει ὡς ἀπρόσ. πιθανῶς, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὡς καταφατικὴ ἢ βεβαιωτικὴ [[ἀπόκρισις]], Πλάτ. Σοφ. 256A, Φαῖδρ. 262C, Πολ. 410C· ― [[πολλάκις]] δὲ χρησιμεύει πρὸς κόλασιν ἢ μετρίασιν ἰσχυρισμοῦ ἐξ ἁπλῆς ἁβροφροσύνης, ἐνῷ οὐδεμία πραγματικὴ [[ἀμφιβολία]] ὑπονοεῖται, κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἔχεις δίκαιον, Πλάτ. Συμπ. 205D, πρβλ. Ἀπολ. 40Β, Γοργ. 485E· τὰ ξυσσίτια κινδυνεύει ξυναγαγεῖν, αὐτὸς πιθανῶς διωργάνωσε τὰ συσσίτια, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625E· κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν [[εἶναι]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 34. 5) ἐν τῷ παθ., διακινδυνεύομαι, ἐκτίθεμαι εἰς κίνδυνον, ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρεταὶ κ. Θουκ. 2. 35· τὰ χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι Δημ. 915. 14· ― πρβλ. ἀνωτ. 3.
|elnltext=κινδυνεύω [κίνδυνος] abs. gevaar lopen, in gevaar zijn:; κ. μεγάλως groot gevaar lopen Hdt. 3.69.4; ὡς τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος omdat het gebied in gevaar was Thuc. 4.8.3; met acc. v. h. inw. obj.:; τοῦτο... τὸ κινδύνευμα κινδυνεύειν dat gevaar lopen Plat. Resp. 451a; pass.:; δι’ ὧν τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει door wie het grootste gevaar gevormd wordt voor de stad Dem. 19.285; subst. ptc. aor. pass. n. τὸ κινδυνευθεν het risico; gevaar lopen in de strijd, vechten:. ἑτοίμως κ. πρὸς τοὺς πολεμίους bereidwillig tegen de vijanden vechten Xen. Mem. 3.3.14; πρὸς πολλούς... κινδυνεύειν tegen een overmacht strijden Hdt. 4.11.2. risico nemen met, in gevaar brengen, op het spel zetten: met dat.:; τοῖσι σφετέροισι σώμασι καὶ τοῖσι τέκνοισι καὶ τῇ πόλι κ. hun eigen leven, hun kinderen en hun stad op het spel zetten Hdt. 2.120.2; στρατιῇ κ. het leger in gevaar brengen Hdt. 4.80.3; τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ ' ἄν; wat zullen jullie dan wel op het spel zetten? Dem. 9.18; ook met prep. bep.: ἐν τοῖς σώμασι τοῖς ἑαυτῶν κ. hun eigen leven riskeren Lys. 2.63; κ. περὶ τῆς ψυχῆς zijn leven riskeren Aristoph. Pl. 524; περὶ τῆς μεγίστης ζημίας κ. de zwaarste straf riskeren Lys. 7.15; κ. περὶ τοῖς φιλτάτοις het meest dierbare op het spel zetten Plat. Prot. 314a; ὑπὲρ μεγίστων καὶ καλλίστων κινδυνεύσαντες het grootste en mooiste riskerend Lys. 2.79. gevaar lopen, de kans lopen, dreigen te, met inf.:; κ. ἀπολέσθαι gevaar lopen om te komen Hdt. 8.97.1; κ. ἀποθανεῖν dreigen te sterven Plat. Ap. 28b; ἡ πόλις ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι de stad dreigde geheel vernietigd te worden Thuc. 3.74.2; pass.:; μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται een verandering in hun verdere leven dreigt Thuc. 2.43.5; onpers.:; ὁποτέρως ἔσται ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται hoe het zal aflopen blijft een hachelijke onzekerheid Thuc. 1.78.2; waarschijnlijk zijn, erop lijken, met inf.:; κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι het heeft er veel van weg dat die mensen tovenaars zijn Hdt. 4.105.1; κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν je kon wel eens gelijk hebben Plat. Smp. 205d; κινδυνεύει τὸ ἑκόντα ἐπὶ τὸ ἄρχειν ἰέναι... αἰσχρὸν νενομίσθαι dat iemand vrijwillig streeft naar een positie als leider, wordt waarschijnlijk beschouwd als iets schandelijks Plat. Resp. 347c; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι τὸ εὐδαιμονεῖν gelukkig zijn is waarschijnlijk het meest onbetwiste goed Xen. Mem. 4.2.34; onpers.. κινδυνεύει daar lijkt het wél op Plat. Phaedr. 262c.
}}
{{elru
|elrutext='''κινδῡνεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. κ. [[κινδύνευμα]] Plat.) находиться в опасности, подвергаться опасности (τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ Her., περὶ τοῦ βίου Arph. и τῷ βίῳ Polyb.; [[ἀπολέσθαι]] Her. и ἀποθανεῖν Plut.): πάντας κινδύνους κ. Plat. идти на всяческие опасности; [[ὑπὲρ]] τῶν μεγίστων καὶ καλλίστων κ. Lys. самоотверженно бороться за величайшие и прекраснейшие блага; τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος Thuc. так как место оказалось в опасности; τὰ [[μέγιστα]] κινδυνεύεται τῇ πόλει Dem. город в величайшей опасности; κινδυνεύει ἐγκαλεῖσθαι στάσεως NT ему угрожает обвинение в мятеже;<br /><b class="num">2)</b> [[отваживаться]], [[рисковать]]: περὶ αἰσχύνης κ. Lys. рисковать навлечь на себя позор; κ. περὶ τοῖς φιλτάτοις Plat. рисковать самым ценным; κ. ψευδομαρτυρίαν Dem. отважиться на лжесвидетельство;<br /><b class="num">3)</b> [[идти в бой]], [[сражаться]] (πρὸς τοὺς πολεμίους, ἐφ᾽ ἵππου Xen.);<br /><b class="num">4)</b> (в сдержанных утверждениях), [[иметь вид]], [[казаться]], [[быть возможным]] (κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν Plat.): κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι Xen. у тебя будет возможность показать свою порядочность; κινδυνεύει impers. Plat., Plut. возможно, как будто, пожалуй.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> — Παθ., μέλ. <i>κινδυνευθήσομαι</i> ή <i>κεκινδυνεύσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[τολμηρός]], [[πραγματοποιώ]] [[εγχείρημα]], «[[παίρνω]] [[ρίσκο]]», κάνω [[κάτι]] θαραλλέο, τολμηρό, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· βρίσκομαι σε κίνδυνο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό για την [[αναφορά]] του οποίου, ο [[κίνδυνος]] εκφέρεται με δοτ.· <i>κ. τῷ σώματι</i>, <i>τῇ ψυχῇ</i>, σε Ηρόδ.· <i>κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι</i>, [[κινδυνεύω]] με όλη την [[Ελλάδα]], δηλ. βάζοντάς την ολόκληρη σε κίνδυνο, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>κ. περὶ τῆς ψυχῆς</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αντ., [[διακινδυνεύω]], [[ριψοκινδυνεύω]], [[κινδύνευμα]], σε Πλάτ.· <i>μάχην</i>, σε Αισχίν. — Παθ., διακινδυνεύομαι ή τίθεμαι σε κίνδυνο, <i>μεταβολὴ κινδυνεύεται</i>, υπάρχει [[κίνδυνος]] μεταβολής, σε Θουκ.· <i>τὰ μέγιστα κινδυνεύεται</i>, βρίσκονται σε κίνδυνο, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[διατρέχω]] τον κίνδυνο του να κάνω ή να είμαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]], υπονοώντας [[δυνατότητα]] επιτυχίας, [[κινδυνεύω]] (με απαρ.), χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτό που είναι πιθανό ή ενδεχόμενο να συμβεί, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι γόητες [[εἶναι]], διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν θαυματοποιοί, σε Ηρόδ.· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς [[εἶναι]], θα έχεις την [[ευκαιρία]] να αποδείξεις την αξία [[σου]], σε Ξεν.· <i>κινδυνεύει ἀγαθὸν γεγονέναι</i>, είναι [[πολύ]] πιθανό να αποδειχθεί καλό, σε Πλάτ.· [[έπειτα]] απρόσ., <i>κινδυνεύει</i>, είναι πιθανό, ενδεχόμενο, δυνατό, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> Παθ., διακινδυνεύομαι, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Θουκ., Δημ.
|lsmtext='''κινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> — Παθ., μέλ. <i>κινδυνευθήσομαι</i> ή <i>κεκινδυνεύσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[τολμηρός]], [[πραγματοποιώ]] [[εγχείρημα]], «[[παίρνω]] [[ρίσκο]]», κάνω [[κάτι]] θαραλλέο, τολμηρό, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· βρίσκομαι σε κίνδυνο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό για την [[αναφορά]] του οποίου, ο [[κίνδυνος]] εκφέρεται με δοτ.· <i>κ. τῷ σώματι</i>, <i>τῇ ψυχῇ</i>, σε Ηρόδ.· <i>κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι</i>, [[κινδυνεύω]] με όλη την [[Ελλάδα]], δηλ. βάζοντάς την ολόκληρη σε κίνδυνο, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>κ. περὶ τῆς ψυχῆς</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αντ., [[διακινδυνεύω]], [[ριψοκινδυνεύω]], [[κινδύνευμα]], σε Πλάτ.· <i>μάχην</i>, σε Αισχίν. — Παθ., διακινδυνεύομαι ή τίθεμαι σε κίνδυνο, <i>μεταβολὴ κινδυνεύεται</i>, υπάρχει [[κίνδυνος]] μεταβολής, σε Θουκ.· <i>τὰ μέγιστα κινδυνεύεται</i>, βρίσκονται σε κίνδυνο, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[διατρέχω]] τον κίνδυνο του να κάνω ή να είμαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]], υπονοώντας [[δυνατότητα]] επιτυχίας, [[κινδυνεύω]] (με απαρ.), χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτό που είναι πιθανό ή ενδεχόμενο να συμβεί, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι γόητες [[εἶναι]], διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν θαυματοποιοί, σε Ηρόδ.· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς [[εἶναι]], θα έχεις την [[ευκαιρία]] να αποδείξεις την αξία [[σου]], σε Ξεν.· <i>κινδυνεύει ἀγαθὸν γεγονέναι</i>, είναι [[πολύ]] πιθανό να αποδειχθεί καλό, σε Πλάτ.· [[έπειτα]] απρόσ., <i>κινδυνεύει</i>, είναι πιθανό, ενδεχόμενο, δυνατό, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> Παθ., διακινδυνεύομαι, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Θουκ., Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κινδῡνεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. κ. [[κινδύνευμα]] Plat.) находиться в опасности, подвергаться опасности (τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ Her., περὶ τοῦ βίου Arph. и τῷ βίῳ Polyb.; [[ἀπολέσθαι]] Her. и ἀποθανεῖν Plut.): πάντας κινδύνους κ. Plat. идти на всяческие опасности; [[ὑπὲρ]] τῶν μεγίστων καὶ καλλίστων κ. Lys. самоотверженно бороться за величайшие и прекраснейшие блага; τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος Thuc. так как место оказалось в опасности; τὰ [[μέγιστα]] κινδυνεύεται τῇ πόλει Dem. город в величайшей опасности; κινδυνεύει ἐγκαλεῖσθαι στάσεως NT ему угрожает обвинение в мятеже;<br /><b class="num">2)</b> [[отваживаться]], [[рисковать]]: περὶ αἰσχύνης κ. Lys. рисковать навлечь на себя позор; κ. περὶ τοῖς φιλτάτοις Plat. рисковать самым ценным; κ. ψευδομαρτυρίαν Dem. отважиться на лжесвидетельство;<br /><b class="num">3)</b> [[идти в бой]], [[сражаться]] (πρὸς τοὺς πολεμίους, ἐφ᾽ ἵππου Xen.);<br /><b class="num">4)</b> (в сдержанных утверждениях), [[иметь вид]], [[казаться]], [[быть возможным]] (κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν Plat.): κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι Xen. у тебя будет возможность показать свою порядочность; κινδυνεύει impers. Plat., Plut. возможно, как будто, пожалуй.
|lstext='''κινδῡνεύω''': μέλλ. -σω. ― Παθ., κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ: μέλλ. κινδυνευθήσομαι Δημοσθ. 866. 27, ἢ κεκινδυνεύσομαι Ἀντιφ. 138. 16· περὶ ἀορ. καὶ πρκμ. ἴδε κατωτ. 3· ([[κίνδυνος]]). Εἶμαι [[τολμηρός]], τολμῶ, ῥίπτομαι εἰς κίνδυνον, κ. πρὸς πολλούς, πρὸς πολεμίους Ἡρόδ. 4. 11, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 14· κ. εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀποτολμῶ νὰ [[ὑπάγω]], Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 5. β) ἀπολ. ἀποτολμῶ, [[διακινδυνεύω]], ἐπιχειρῶ ἐπικίνδυνον πρᾶξιν, Ἡρόδ. 3. 69, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1204, Θουκ. 1. 20., 2. 39· ― [[ὡσαύτως]], [[εἰμὶ]] ἐν κινδύνῳ, [[διατρέχω]] κίνδυνον, Ἀριστοτ. Ἠθ. Ν. 4. 3. 23, κτλ.· ἐπὶ νοσοῦντος Ἱππ. Ἀφ. 1261· κινδυνεύοντος τοῦ χωρίου, τῆς θέσεως εὑρισκομένης εἰς κίνδυνον, Θουκ. 4. 8· ὁ κινδυνεύων [[τόπος]] Πολύβ. 3. 115, 6. 2) τὸ κινδυνεῦον [[μέρος]] ἐκφέρεται [[πολλάκις]] κατὰ δοτ., κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ, Ἡρόδ. 2. 120, 7. 209· κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι, [[κινδυνεύω]] μὲ ὅλην τὴν Ἑλλάδα, δηλ. ἐκθέτω ὅλην τὴν Ἑλλάδα εἰς κίνδυνον, ὁ αὐτ. 8. 60, 1· τῇ στρατιῇ ὁ αὐτ. 4. 80· τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ’ ἄν…; εἰς ποῖα πράγματα; Δημοσθ. 115. 12· κ. τῷ βίῳ, τῇ κεφαλῇ, τοῖς ὅλοις πράγμασι Πολύβ., κτλ., πρβλ. Κάρ. ― [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] μετὰ προθέσ., κ. ἐν τοῖς σώμασι Λυσ. 196. 26· ἐν υἱέσι Πλάτ. Λάχ. 187Β· ― [[συχνάκις]] μετὰ τῆς [[περί]], κ. περὶ τῆς Πελοποννήσου Ἡρόδ. 8. 74· περὶ τῆς ψυχῆς Ἀριστοφ. Πλ. 524, Ἀντιφ. 119. 40· περὶ τοῦ σώματος Ἀνδοκ. 1. 22· περὶ ἀνδραποδισμοῦ Ἰσοκρ. 166Ε· περὶ τῆς μεγίστης ζημίας Λυσ. 109. 34, κτλ.· [[ὡσαύτως]], περὶ τῆς βασιλείας πρὸς Κῦρον Δημ. 197. 22· περὶ αὑτῷ Ἀντιφ. 130. 3· περὶ τοῖς φιλτάτοις Πλάτ. Πρωτ. 314Α· ― [[ὑπὲρ]] καλλίστων Λυσ. 198. 6. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[ἀναλαμβάνω]] τολμηρῶς, [[κινδυνεύω]], κινδύνους Ἀντιφ. 139. 9· [[κινδύνευμα]] Πλάτ. Πολ. 451Α· μάχην Αἰσχίν. 50. 40· κ. ψευδομαρτυρίαν, ἐκθέτω ἐμαυτὸν εἰς κίνδυνον κατηγορίας ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Δημ. 1033. 1· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀποτολμῶμαι, μετὰ κινδύνου πράττομαι, μεταβολὴ κινδυνεύεται, ὑπάρχει [[κίνδυνος]] μεταβολῆς, Θουκ. 2. 43· ὁποτέρως ἔσται, ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται, διατελεῖ ἐν ἐπικινδύνῳ ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 1. 78· τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Δημ. 432. 26· τὸ κεκινδυνευμένον, τολμηρὰ [[ἐπιχείρησις]], Πινδ. Ν. 5. 26· τὰ κινδυνευθέντα = τὰ κινδυνεύματα Λυσ. 195. 34. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., [[διατρέχω]] τὸν κίνδυνον, [[κινδυνεύω]] νά..., τὸν στρατὸν κινδυνεύσεις ἀποβαλέειν Ἡρόδ. 8. 65· κακόν τι λαβέειν 6. 9· ἀπολέσθαι 9. 89· διαφθαρῆναι Θουκ. 3. 74· ἀποθανεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 28Β· κτλ.· ― ἀκολούθως, β) [[ἐπειδὴ]] ὁ [[κίνδυνος]] ὑπονοεῖ καὶ πιθανότητα ἐπιτυχίας, τὸ [[κινδυνεύω]] (μετ’ ἀπαρ.) κεῖται πρὸς δήλωσιν τοῦ ὅτι δυνατὸν ἢ πιθανὸν νὰ συμβῇ τι, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες [[εἶναι]], διατρέχουσι τὸν κίνδυνον νὰ θεωρηθῶσι..., Ἡρόδ. 4. 105· κινδυνεύσομεν βοηθεῖν, πιθανῶς θὰ ἔχωμεν νὰ βοηθήσωμεν, Πλάτ. Θεαίτ. 164C, πρβλ. 172C· κ. ἡ ἀληθὴς [[δόξα]] [[ἐπιστήμη]] [[εἶναι]], φαίνεται πιθανὸν ὅτι..., [[αὐτόθι]] 187Β· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς [[εἶναι]], θὰ ἔχῃς τὴν εὐκαιρίαν νὰ δείξῃς τὴν ἀξίαν σου, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17, πρβλ. 3. 13, 3· ― [[ὡσαύτως]] κινδυνεύει ὡς ἀπρόσ. πιθανῶς, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὡς καταφατικὴ ἢ βεβαιωτικὴ [[ἀπόκρισις]], Πλάτ. Σοφ. 256A, Φαῖδρ. 262C, Πολ. 410C· ― [[πολλάκις]] δὲ χρησιμεύει πρὸς κόλασιν ἢ μετρίασιν ἰσχυρισμοῦ ἐξ ἁπλῆς ἁβροφροσύνης, ἐνῷ οὐδεμία πραγματικὴ [[ἀμφιβολία]] ὑπονοεῖται, κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἔχεις δίκαιον, Πλάτ. Συμπ. 205D, πρβλ. Ἀπολ. 40Β, Γοργ. 485E· τὰ ξυσσίτια κινδυνεύει ξυναγαγεῖν, αὐτὸς πιθανῶς διωργάνωσε τὰ συσσίτια, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625E· κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν [[εἶναι]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 34. 5) ἐν τῷ παθ., διακινδυνεύομαι, ἐκτίθεμαι εἰς κίνδυνον, ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρεταὶ κ. Θουκ. 2. 35· τὰ χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι Δημ. 915. 14· ― πρβλ. ἀνωτ. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=κινδυνεύω [κίνδυνος] abs. gevaar lopen, in gevaar zijn:; κ. μεγάλως groot gevaar lopen Hdt. 3.69.4; ὡς τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος omdat het gebied in gevaar was Thuc. 4.8.3; met acc. v. h. inw. obj.:; τοῦτο... τὸ κινδύνευμα κινδυνεύειν dat gevaar lopen Plat. Resp. 451a; pass.:; δι’ ὧν τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει door wie het grootste gevaar gevormd wordt voor de stad Dem. 19.285; subst. ptc. aor. pass. n. τὸ κινδυνευθεν het risico; gevaar lopen in de strijd, vechten:. ἑτοίμως κ. πρὸς τοὺς πολεμίους bereidwillig tegen de vijanden vechten Xen. Mem. 3.3.14; πρὸς πολλούς... κινδυνεύειν tegen een overmacht strijden Hdt. 4.11.2. risico nemen met, in gevaar brengen, op het spel zetten: met dat.:; τοῖσι σφετέροισι σώμασι καὶ τοῖσι τέκνοισι καὶ τῇ πόλι κ. hun eigen leven, hun kinderen en hun stad op het spel zetten Hdt. 2.120.2; στρατιῇ κ. het leger in gevaar brengen Hdt. 4.80.3; τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ ' ἄν; wat zullen jullie dan wel op het spel zetten? Dem. 9.18; ook met prep. bep.: ἐν τοῖς σώμασι τοῖς ἑαυτῶν κ. hun eigen leven riskeren Lys. 2.63; κ. περὶ τῆς ψυχῆς zijn leven riskeren Aristoph. Pl. 524; περὶ τῆς μεγίστης ζημίας κ. de zwaarste straf riskeren Lys. 7.15; κ. περὶ τοῖς φιλτάτοις het meest dierbare op het spel zetten Plat. Prot. 314a; ὑπὲρ μεγίστων καὶ καλλίστων κινδυνεύσαντες het grootste en mooiste riskerend Lys. 2.79. gevaar lopen, de kans lopen, dreigen te, met inf.:; κ. ἀπολέσθαι gevaar lopen om te komen Hdt. 8.97.1; κ. ἀποθανεῖν dreigen te sterven Plat. Ap. 28b; πόλις ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι de stad dreigde geheel vernietigd te worden Thuc. 3.74.2; pass.:; μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται een verandering in hun verdere leven dreigt Thuc. 2.43.5; onpers.:; ὁποτέρως ἔσται ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται hoe het zal aflopen blijft een hachelijke onzekerheid Thuc. 1.78.2; waarschijnlijk zijn, erop lijken, met inf.:; κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι het heeft er veel van weg dat die mensen tovenaars zijn Hdt. 4.105.1; κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν je kon wel eens gelijk hebben Plat. Smp. 205d; κινδυνεύει τὸ ἑκόντα ἐπὶ τὸ ἄρχειν ἰέναι... αἰσχρὸν νενομίσθαι dat iemand vrijwillig streeft naar een positie als leider, wordt waarschijnlijk beschouwd als iets schandelijks Plat. Resp. 347c; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι τὸ εὐδαιμονεῖν gelukkig zijn is waarschijnlijk het meest onbetwiste goed Xen. Mem. 4.2.34; onpers.. κινδυνεύει daar lijkt het wél op Plat. Phaedr. 262c.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj