Anonymous

καταπίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> καταπίομαι, <i>ao.2</i> κατέπιον, <i>pf.</i> καταπέπωκα;<br /><b>1</b> avaler, engloutir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> dévorer, consommer : τὴν πατρῴαν οὐσίαν ESCHN l'avoir paternel.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίνω]].
|btext=<i>f.</i> καταπίομαι, <i>ao.2</i> κατέπιον, <i>pf.</i> καταπέπωκα;<br /><b>1</b> avaler, engloutir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> dévorer, consommer : τὴν πατρῴαν οὐσίαν ESCHN l'avoir paternel.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπίνω''': ῑ, μέλλ., -[[πίομαι]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 693, μεταγεν. -πιοῦμαι, (ἴδε [[πίνω]]), ποιητ. ἀόρ. κάππιον Ποιητὴς παρὰ Γαλην. 5, 373· (ἴδε [[πίνω]]).- περὶ τῶν κατέπωσα, κατεπώθην, ἴδε ἐν λ. [[καταπίπτω]], [[καταπτοέω]]. Πίνων [[ῥίπτω]] εἰς τὰ [[κάτω]], [[πίνω]] διὰ μιᾶς, «καταιβάζω», [[καταβροχθίζω]], ἐπί τε ὑγρῶν καὶ ἐπὶ στερεῶν, τὸ καταποθὲν ἐκ τῶν ὑψηλῶν [[ὕδωρ]] εἰς τὰ κοῖλα ἀφιεῖσα Πλάτ. Κριτ. 111D· τοὺς μὲν κατέπινε [[Κρόνος]] (δηλ. τοὺς υἱοὺς) Ἡσ. Θ. 459, πρβλ. 467· ὁ [[τροχίλος]] καταπίνει τὰς βδέλλας Ἡρόδ. 2, 68· πρβλ. 70· κ. ᾠά, ὁ αὐτ. 2, 93· ὅλον πίθον Εὐρ. Κύκλ. 219· τεμάχη Ἀριστοφ. Νεφ. 338· λίθους Ὄρν. 1137· δίκας καταπέπωκας [[αὐτόθι]] 1429· τὰς δρυπετεῖς Λυσ. ὁ αὐτ. 564· κίχλας, Φερεκρ. ἐν «Μετ.» 1, 24· μάζας Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφ.» 1· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, μὴ ναῦν κατὰ [[κῦμα]] πίῃ Θέογν. 680, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 23, 5.- Παθ., ἐπὶ ποταμῶν οἵτινες ἀφανίζονται ὑπὸ τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 13, 25· ἐπὶ [[πόλεων]] καταστραφεισῶν ὑπὸ σεισμοῦ, Στράβ. 58· ἢ καταποντισθεισῶν, [[πόλις]] καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Πολύβ. 2. 41, 7· ἐπὶ χώρας καλυφθείσης ὑπὸ ἄμμου, Διόδ. 1, 32, κτλ.· καὶ ὁ μέλλ. καταποθήσεται Ἀριστ. Σφ. 1502, καὶ ὁ πρκμ. καταπεπόσθαι Λογγ. σ. 169. 2) [[ἁπλῶς]], [[ἄνευ]] πτώσ. [[καταπίνω]], καταπίνειν δυνατὸς Ἱππ. Ἀφορ. 1250. ΙΙ. μεταφ., κ. Εὐριπίδην, δηλ. τὸ [[πνεῦμα]] [[αὐτοῦ]] καὶ τὰς ἰδέας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 484, πρβλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 1. 2) [[καταπίνω]], [[καταναλίσκω]], ἡ ἐσθὴς ἐρίων [[τάλαντον]] καταπέπωκε ῥᾳδίως Ἀριστοφ. Σφ. 1147· ὁ δικαστὴς αὐτὰ τὰς δημοσίας προσόδους καταπίνει [[μόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1466· τὸν ναύκληρον αὐτῷ σκάφει κ. Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1, 19·- ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ἐξοδεύω]], δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς ποτά, τὴν οὐσίαν οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλὰ οἷόν τ’ ἐστὶν εἰπεῖν κατέπιεν Αἰσχίν. 13, 39· πρβλ. [[ἐκπίνω]], [[καταφαγεῖν]]. 3) [[ἀφανίζω]], [[φθείρω]], τὸν ἡμίοπον ὁ [[μέγας]] αὐλὸς κ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 89· καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι Πλουτ. Ἀλκιβ. 15.
|elnltext=κατα-πίνω [κατά, πίνω] opdrinken, opslokken, opschrokken:; τοὺς μὲν κατέπινε... Κρόνος hen schrokte Kronos op Hes. Th. 459; οἱ Αἰγύπτιοι κατεπόθησαν de Egyptenaren werden verzwolgen NT Hebr. 11.29; geneesk. slikken, innemen. overdr. verslinden:; καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι de Atheners zullen jullie verslinden Plut. Alc. 15.6: οὐκ εἶ καταπιὼν Εὐριπίδην; heb jij je niet volgedronken met Euripides? Aristoph. Ach. 484; λύπῃ καταποθῆναι verteerd zijn van verdriet NT 2 Cor. 2.7; verbrassen:. τάλαντον καταπέπωκε hij heeft een talent erdoorheen gejaagd Aristoph. Ve. 1147.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπίνω:''' () (fut. καταπίομαι, aor. 2 κατέπιον, pf. καταπέπωκα; inf. aor. pass. [[καταποθῆναι]])<br /><b class="num">1)</b> [[выпивать]], [[поглощать]] ([[ὅλον]] πίθον Eur.; τὸ καταποθὲν ἐκ τῶν ὑψηλῶν [[ὕδωρ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[проглатывать]], [[пожирать]] (τοὺς παῖδας κατέπινε [[Κρόνος]] Hes.; τὰς βδέλλας Her.; τεμάχη Arph.; [[σῖτον]] Arst.; [[πόλις]] καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Polyb.): διυλίζειν τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον κ. погов. NT оцеживать комара, а верблюда проглатывать;<br /><b class="num">3)</b> (о земле), [[впитывать]], [[вбирать в себя]], (ποταμοὶ καταπινόμενοι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> перен. [[жадно впивать]] (Εὐριπίδην Arst.);<br /><b class="num">5)</b> перен. [[пожирать]], [[поглощать]] (λύπῃ [[καταποθῆναι]] NT): ἐρίων [[τάλαντον]] καταπέπωκε Arph. (эта одежда) пожрала (т. е. на нее ушел чуть ли не) талант шерсти;<br /><b class="num">6)</b> [[расточать]], [[проматывать]] (τὴν οὐσίαν Aeschin.);<br /><b class="num">7)</b> pass. [[тонуть]] (πλοῖα καταπίνεται Arst.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''καταπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], μεταγεν. -[[πιοῦμαι]]· αόρ. βʹ <i>κατέπιον</i>, Επικ. <i>κάππιον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[καταβροχθίζω]] ή [[καταπίνω]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., <i>κ. Εὐριπίδην</i>, <i>«</i>ρουφώ» τον Ευριπίδη, δηλ. [[αφομοιώνω]] τις ιδέες του, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταπίνω]], [[καταναλώνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπαταλώ]] σε [[οινοποσία]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''καταπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], μεταγεν. -[[πιοῦμαι]]· αόρ. βʹ <i>κατέπιον</i>, Επικ. <i>κάππιον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[καταβροχθίζω]] ή [[καταπίνω]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., <i>κ. Εὐριπίδην</i>, <i>«</i>ρουφώ» τον Ευριπίδη, δηλ. [[αφομοιώνω]] τις ιδέες του, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταπίνω]], [[καταναλώνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπαταλώ]] σε [[οινοποσία]], σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπίνω:''' () (fut. καταπίομαι, aor. 2 κατέπιον, pf. καταπέπωκα; inf. aor. pass. [[καταποθῆναι]])<br /><b class="num">1)</b> [[выпивать]], [[поглощать]] ([[ὅλον]] πίθον Eur.; τὸ καταποθὲν ἐκ τῶν ὑψηλῶν [[ὕδωρ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[проглатывать]], [[пожирать]] (τοὺς παῖδας κατέπινε [[Κρόνος]] Hes.; τὰς βδέλλας Her.; τεμάχη Arph.; [[σῖτον]] Arst.; [[πόλις]] καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Polyb.): διυλίζειν τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον κ. погов. NT оцеживать комара, а верблюда проглатывать;<br /><b class="num">3)</b> (о земле), [[впитывать]], [[вбирать в себя]], (ποταμοὶ καταπινόμενοι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> перен. [[жадно впивать]] (Εὐριπίδην Arst.);<br /><b class="num">5)</b> перен. [[пожирать]], [[поглощать]] (λύπῃ [[καταποθῆναι]] NT): ἐρίων [[τάλαντον]] καταπέπωκε Arph. (эта одежда) пожрала (т. е. на нее ушел чуть ли не) талант шерсти;<br /><b class="num">6)</b> [[расточать]], [[проматывать]] (τὴν οὐσίαν Aeschin.);<br /><b class="num">7)</b> pass. [[тонуть]] (πλοῖα καταπίνεται Arst.).
|lstext='''καταπίνω''': , μέλλ., -[[πίομαι]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 693, μεταγεν. -πιοῦμαι, (ἴδε [[πίνω]]), ποιητ. ἀόρ. κάππιον Ποιητὴς παρὰ Γαλην. 5, 373· (ἴδε [[πίνω]]).- περὶ τῶν κατέπωσα, κατεπώθην, ἴδε ἐν λ. [[καταπίπτω]], [[καταπτοέω]]. Πίνων [[ῥίπτω]] εἰς τὰ [[κάτω]], [[πίνω]] διὰ μιᾶς, «καταιβάζω», [[καταβροχθίζω]], ἐπί τε ὑγρῶν καὶ ἐπὶ στερεῶν, τὸ καταποθὲν ἐκ τῶν ὑψηλῶν [[ὕδωρ]] εἰς τὰ κοῖλα ἀφιεῖσα Πλάτ. Κριτ. 111D· τοὺς μὲν κατέπινε [[Κρόνος]] (δηλ. τοὺς υἱοὺς) Ἡσ. Θ. 459, πρβλ. 467· ὁ [[τροχίλος]] καταπίνει τὰς βδέλλας Ἡρόδ. 2, 68· πρβλ. 70· κ. ᾠά, ὁ αὐτ. 2, 93· ὅλον πίθον Εὐρ. Κύκλ. 219· τεμάχη Ἀριστοφ. Νεφ. 338· λίθους Ὄρν. 1137· δίκας καταπέπωκας [[αὐτόθι]] 1429· τὰς δρυπετεῖς Λυσ. ὁ αὐτ. 564· κίχλας, Φερεκρ. ἐν «Μετ.» 1, 24· μάζας Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφ.» 1· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, μὴ ναῦν κατὰ [[κῦμα]] πίῃ Θέογν. 680, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 23, 5.- Παθ., ἐπὶ ποταμῶν οἵτινες ἀφανίζονται ὑπὸ τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 13, 25· ἐπὶ [[πόλεων]] καταστραφεισῶν ὑπὸ σεισμοῦ, Στράβ. 58· ἢ καταποντισθεισῶν, [[πόλις]] καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Πολύβ. 2. 41, 7· ἐπὶ χώρας καλυφθείσης ὑπὸ ἄμμου, Διόδ. 1, 32, κτλ.· καὶ ὁ μέλλ. καταποθήσεται Ἀριστ. Σφ. 1502, καὶ ὁ πρκμ. καταπεπόσθαι Λογγ. σ. 169. 2) [[ἁπλῶς]], [[ἄνευ]] πτώσ. [[καταπίνω]], καταπίνειν δυνατὸς Ἱππ. Ἀφορ. 1250. ΙΙ. μεταφ., κ. Εὐριπίδην, δηλ. τὸ [[πνεῦμα]] [[αὐτοῦ]] καὶ τὰς ἰδέας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 484, πρβλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 1. 2) [[καταπίνω]], [[καταναλίσκω]], ἡ ἐσθὴς ἐρίων [[τάλαντον]] καταπέπωκε ῥᾳδίως Ἀριστοφ. Σφ. 1147· ὁ δικαστὴς αὐτὰ τὰς δημοσίας προσόδους καταπίνει [[μόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1466· τὸν ναύκληρον αὐτῷ σκάφει κ. Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1, 19·- ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ἐξοδεύω]], δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς ποτά, τὴν οὐσίαν οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλὰ οἷόν τ’ ἐστὶν εἰπεῖν κατέπιεν Αἰσχίν. 13, 39· πρβλ. [[ἐκπίνω]], [[καταφαγεῖν]]. 3) [[ἀφανίζω]], [[φθείρω]], τὸν ἡμίοπον ὁ [[μέγας]] αὐλὸς κ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 89· καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι Πλουτ. Ἀλκιβ. 15.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πίνω [κατά, πίνω] opdrinken, opslokken, opschrokken:; τοὺς μὲν κατέπινε... Κρόνος hen schrokte Kronos op Hes. Th. 459; οἱ Αἰγύπτιοι κατεπόθησαν de Egyptenaren werden verzwolgen NT Hebr. 11.29; geneesk. slikken, innemen. overdr. verslinden:; καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι de Atheners zullen jullie verslinden Plut. Alc. 15.6: οὐκ εἶ καταπιὼν Εὐριπίδην; heb jij je niet volgedronken met Euripides? Aristoph. Ach. 484; λύπῃ καταποθῆναι verteerd zijn van verdriet NT 2 Cor. 2.7; verbrassen:. τάλαντον καταπέπωκε hij heeft een talent erdoorheen gejaagd Aristoph. Ve. 1147.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj