Anonymous

κρῖμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 5: Line 5:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet d'une contestation, contestation, querelle;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> jugement, décision.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet d'une contestation, contestation, querelle;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> jugement, décision.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρῖμα''': τό, ([[κρίνω]]) [[ἀπόφασις]], [[κρίσις]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046Ε, Πολύβ. 24. 1, 12. Κ. Δ.· [[ἀπόφασις]] καταδικαστική, [[καταδίκη]], συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Κ. Δ. 2) ἀντικείμενον κρίσεως, [[ζήτημα]], οὐκ εὔκριτον τὸ [[κρῖμα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 397· [[δίκη]], Ἑβδ., Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ς΄, 7. ΙΙ. = [[κρίσις]], Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 39, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 25, κτλ. ῑ κατ’ ἀναλογίαν ὡς παρ’ Αἰσχύλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Λοβ. Παραλ. 418· ἀλλ’ [[ὅμως]] ὁ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 176, 177 ἔχει κρίμα [[μετὰ]] ῐ, ὡς φέρεται ἐν Ἀντιγρ. τῆς Καιν. Διαθ.
|elnltext=κρῖμα -ατος, τό, later κρίμα [κρίνω] poët. kwestie, zaak:; οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα de kwestie is niet gemakkelijk te beslissen Aeschl. Suppl. 397; rechtsgeschil. beslissing, oordeel, veroordeling.
}}
{{elru
|elrutext='''κρῖμα:''' ατος τό [[κρίνω]] решение, приговор, тж. суждение Polyb., NT, [[Chrysippus]] ap. Plut., Sext.: οὐκ εὔκριτον τὸ κ. Aesch. решение (тут) нелегко.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρῖμα:''' -ατος, τό ([[κρίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[απόφαση]], [[κρίση]], σε Καινή Διαθήκη· [[ποινή]], [[καταδίκη]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ζήτημα]] προς [[κρίση]], [[υπόθεση]] νομική, στο ίδ.
|lsmtext='''κρῖμα:''' -ατος, τό ([[κρίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[απόφαση]], [[κρίση]], σε Καινή Διαθήκη· [[ποινή]], [[καταδίκη]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ζήτημα]] προς [[κρίση]], [[υπόθεση]] νομική, στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρῖμα:''' ατος τό [[κρίνω]] решение, приговор, тж. суждение Polyb., NT, [[Chrysippus]] ap. Plut., Sext.: οὐκ εὔκριτον τὸ κ. Aesch. решение (тут) нелегко.
|lstext='''κρῖμα''': τό, ([[κρίνω]]) [[ἀπόφασις]], [[κρίσις]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046Ε, Πολύβ. 24. 1, 12. Κ. Δ.· [[ἀπόφασις]] καταδικαστική, [[καταδίκη]], συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Κ. Δ. 2) ἀντικείμενον κρίσεως, [[ζήτημα]], οὐκ εὔκριτον τὸ [[κρῖμα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 397· [[δίκη]], Ἑβδ., Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ς΄, 7. ΙΙ. = [[κρίσις]], Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 39, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 25, κτλ. ῑ κατ’ ἀναλογίαν ὡς παρ’ Αἰσχύλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Λοβ. Παραλ. 418· ἀλλ’ [[ὅμως]] ὁ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 176, 177 ἔχει κρίμα [[μετὰ]] ῐ, ὡς φέρεται ἐν Ἀντιγρ. τῆς Καιν. Διαθ.
}}
{{elnl
|elnltext=κρῖμα -ατος, τό, later κρίμα [κρίνω] poët. kwestie, zaak:; οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα de kwestie is niet gemakkelijk te beslissen Aeschl. Suppl. 397; rechtsgeschil. beslissing, oordeel, veroordeling.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj