Anonymous

κτῆμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> bien, propriété (meubles <i>ou</i> immeubles) ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> esclaves;<br /><b>2</b> bien de campagne, domaine;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> chose précieuse, objet désirable : [[κτῆμα]] [[ἐς]] [[ἀεί]] THC bien <i>ou</i> trésor pour toujours.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> bien, propriété (meubles <i>ou</i> immeubles) ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> esclaves;<br /><b>2</b> bien de campagne, domaine;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> chose précieuse, objet désirable : [[κτῆμα]] [[ἐς]] [[ἀεί]] THC bien <i>ou</i> trésor pour toujours.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κτῆμα''': τό, ([[κτάομαι]]) ὡς καὶ νῦν, [[πρᾶγμα]] κτηθέν, ἀποκτηθέν, εἰς τὴν κατοχήν τινος εὑρισκόμενον, εἰς τὴν περιουσίαν τινὸς ἀνῆκον, ἐν τῷ ἑνικῷ μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μή νύ τι... δόμων ἐκ [[κτῆμα]] φέρηται Ὀδ. Ο. 19· ἀλλὰ τὸ ἑνικὸν [[εἶναι]] οὐχὶ σπάν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ταύτας γυναῖκας ἐξείλεθ’ αὑτῷ [[κτῆμα]] Σοφ. Τρ. 245· ἡδὺ κτ. νίκης τυχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 81, πρβλ. Ο. Τ. 549, Ἀντ. 702, Εὐρ. Ὀρ. 230, 730, κτλ.· οὕτω, [[κτῆμα]] ἐς ἀεὶ Θουκ. 1. 22· ὡς ἡδὺ καὶ μακάριον τὸ κτ. Πλάτ. Πολ. 496C, κτλ.· ― ἐπὶ δούλου, παλαιὸν οἴκων κτ. Εὐρ. Μήδ. 49, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 62D, Ξεν. Οἰκ. 1. 5, Πόροι 4, 42· κτ. ἔμψυχον Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 2, Οἰκ. 1. 6, 8. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ κτέανα, τὸ τοῦ Ὁμ. κτήματα ([[κυρίως]] ἐν Ἰλ.) [[συχνάκις]] σημαίνει κειμήλια, βαρύτιμα κοσμήματα καὶ ἄλλα πολύτιμα πράγματα ἀποτεταμιευμένα ὡς οἰκογενειακὴ [[περιουσία]], δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Ἰλ. Ι. 382, Ὀδ. Δ. 127· ἀλλ’ ἐν τῇ Ὀδ., συχνὸν ἐπὶ παντὸς εἴδους περιουσίας, κτήματα δαρδάπτουσιν Ξ. 92, κ.ἀλλ.· οὕτω παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος Ἡρόδ. 5. 24· διέλαχον... κτημάτων παμπησίαν Αἰσχύλ. Θήβ. 817, κτλ.· [[ἔρως]]… ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις, [[ὅστις]] πίπτεις ἐπὶ τοῦ πλούτου, δηλ. ἐπὶ τῶν πλουσίων, ἢ κατὰ τὸν Jebb, [[ὅστις]] ἐπιπίπτεις κατὰ τῶν κτημάτων, δηλ. γίνεσαι [[αἴτιος]] νὰ καταστρέφωνται περιουσίαι, ἴδε σημείωσιν Jebb καὶ [[παράρτημα]] ἐν σ. 255, Σοφ. Ἀντ. 782· ― παρὰ τοῖς πεζογρ. [[ἐνίοτε]], κτήματα καὶ χρήματα, [[περιουσία]] εἰς ὑποστατικὰ καὶ χρήματα, Πλάτ. Νόμ. 728Ε, πρβλ. Ἰσοκρ. 8Α, Λοβ. Παραλ. 58· [[ἐνίοτε]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀγρός]], ἐπὶ τοσούτοις ἀγροῖς καὶ κτήμασι Ἰσαῖος 5, 43, (55. 24)· ἴδε [[χρῆμα]] ἐν τέλ.· ― σπανίως ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, κτ. ἔχων ἐν Βοιωτίᾳ Δημ. 239, ἐν τέλ., πρβλ. Πράξ. Ἀπ. ε΄, 1.
|elnltext=κτῆμα -ατος, τό [κτάομαι] meestal plur. κτήματα bezittingen, goederen;; τα ἐμφανῆ κτήματα hun aanwijsbaar eigendom Xen. Hell. 5.2.10; τὰ κτήματα τῶν πλουσίων het bezit van de rijken Aristot. Pol. 1305a6; soms grondbezit:. κτήματ’ ἔχων ἐν τῇ Βοιωτᾴ jij die grondbezit hebt in Boeotië Dem. 18.41. sing. bezitting:. ταύτας... ἐξείλεθ’ αὑτῷ κτῆμα die vrouwen heeft hij uitgekozen als persoonlijk bezit Soph. Tr. 245; παλαιὸν οἴκων κτῆμα δεσποίνης ἐμῆς oude slaaf van het huis van mijn meesteres Eur. Med. 49; ὁ δοῦλος κτῆμά τι ἔμψυχον de slaaf is een bezielde bezitting Aristot. Pol. 1253b32. bezit, gave (van abstr. zaken of geestelijke eigenschappen):. κτῆμα... ἐς αἰεί een bezit voor alle tijden Thuc. 1.22.4; κτῆμα ἐμπεφυκός een aangeboren gave Plat. Lg. 863b.
}}
{{elru
|elrutext='''κτῆμα:''' ατος τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> приобретенное, нажитое, имущество, богатство, собственность, добро ([[πλεῖστα]] δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Hom.; κτήματα καὶ χρήματα Plat.; κτήματα καὶ ὑπάρξεις NT): κ. τῆς νίκης [[λαβεῖν]] Soph. одержать победу;<br /><b class="num">2)</b> (тж. κ. ἔμψυχον Arst.) раб, рабыня (παλαιὸν οἴκων κ. δεσποίνης ἐμῆς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[ценность]], [[сокровище]] (νομίζειν κ. τὴν αὐθαδίαν Soph.): κ. εἰς [[ἀεί]] Thuc. нетленное сокровище, непреходящая ценность;<br /><b class="num">4)</b> [[недвижимое имущество]], [[земельные владения]] . ἔχειν ἐν Βοιωτίᾳ Dem.);<br /><b class="num">5)</b> [[свойство]], [[качество]] (κ. ἐμπεφυκός Plat.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κτῆμα:''' -ατος, τό ([[κτάομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε αποκτημένο, [[μέρος]] περιουσίας, [[κτήση]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· λέγεται για δούλο, <i>παλαιὸν οἴκων κτ</i>., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., κτήσεις, [[περιουσία]], [[πλούτος]], σε Όμηρ.· [[ἔρως]], <i>ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις</i>, που πέφτεις σε [[ευημερία]], δηλ. στους πλουσίους, σε Σοφ.
|lsmtext='''κτῆμα:''' -ατος, τό ([[κτάομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε αποκτημένο, [[μέρος]] περιουσίας, [[κτήση]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· λέγεται για δούλο, <i>παλαιὸν οἴκων κτ</i>., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., κτήσεις, [[περιουσία]], [[πλούτος]], σε Όμηρ.· [[ἔρως]], <i>ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις</i>, που πέφτεις σε [[ευημερία]], δηλ. στους πλουσίους, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κτῆμα:''' ατος τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> приобретенное, нажитое, имущество, богатство, собственность, добро ([[πλεῖστα]] δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Hom.; κτήματα καὶ χρήματα Plat.; κτήματα καὶ ὑπάρξεις NT): κ. τῆς νίκης [[λαβεῖν]] Soph. одержать победу;<br /><b class="num">2)</b> (тж. κ. ἔμψυχον Arst.) раб, рабыня (παλαιὸν οἴκων κ. δεσποίνης ἐμῆς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[ценность]], [[сокровище]] (νομίζειν κ. τὴν αὐθαδίαν Soph.): κ. εἰς [[ἀεί]] Thuc. нетленное сокровище, непреходящая ценность;<br /><b class="num">4)</b> [[недвижимое имущество]], [[земельные владения]] (κ. ἔχειν ἐν Βοιωτίᾳ Dem.);<br /><b class="num">5)</b> [[свойство]], [[качество]] . ἐμπεφυκός Plat.).
|lstext='''κτῆμα''': τό, ([[κτάομαι]]) ὡς καὶ νῦν, [[πρᾶγμα]] κτηθέν, ἀποκτηθέν, εἰς τὴν κατοχήν τινος εὑρισκόμενον, εἰς τὴν περιουσίαν τινὸς ἀνῆκον, ἐν τῷ ἑνικῷ μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μή νύ τι... δόμων ἐκ [[κτῆμα]] φέρηται Ὀδ. Ο. 19· ἀλλὰ τὸ ἑνικὸν [[εἶναι]] οὐχὶ σπάν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ταύτας γυναῖκας ἐξείλεθ’ αὑτῷ [[κτῆμα]] Σοφ. Τρ. 245· ἡδὺ κτ. νίκης τυχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 81, πρβλ. Ο. Τ. 549, Ἀντ. 702, Εὐρ. Ὀρ. 230, 730, κτλ.· οὕτω, [[κτῆμα]] ἐς ἀεὶ Θουκ. 1. 22· ὡς ἡδὺ καὶ μακάριον τὸ κτ. Πλάτ. Πολ. 496C, κτλ.· ― ἐπὶ δούλου, παλαιὸν οἴκων κτ. Εὐρ. Μήδ. 49, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 62D, Ξεν. Οἰκ. 1. 5, Πόροι 4, 42· κτ. ἔμψυχον Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 2, Οἰκ. 1. 6, 8. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ κτέανα, τὸ τοῦ Ὁμ. κτήματα ([[κυρίως]] ἐν Ἰλ.) [[συχνάκις]] σημαίνει κειμήλια, βαρύτιμα κοσμήματα καὶ ἄλλα πολύτιμα πράγματα ἀποτεταμιευμένα ὡς οἰκογενειακὴ [[περιουσία]], δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Ἰλ. Ι. 382, Ὀδ. Δ. 127· ἀλλ’ ἐν τῇ Ὀδ., συχνὸν ἐπὶ παντὸς εἴδους περιουσίας, κτήματα δαρδάπτουσιν Ξ. 92, κ.ἀλλ.· οὕτω παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος Ἡρόδ. 5. 24· διέλαχον... κτημάτων παμπησίαν Αἰσχύλ. Θήβ. 817, κτλ.· [[ἔρως]]… ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις, [[ὅστις]] πίπτεις ἐπὶ τοῦ πλούτου, δηλ. ἐπὶ τῶν πλουσίων, ἢ κατὰ τὸν Jebb, [[ὅστις]] ἐπιπίπτεις κατὰ τῶν κτημάτων, δηλ. γίνεσαι [[αἴτιος]] νὰ καταστρέφωνται περιουσίαι, ἴδε σημείωσιν Jebb καὶ [[παράρτημα]] ἐν σ. 255, Σοφ. Ἀντ. 782· ― παρὰ τοῖς πεζογρ. [[ἐνίοτε]], κτήματα καὶ χρήματα, [[περιουσία]] εἰς ὑποστατικὰ καὶ χρήματα, Πλάτ. Νόμ. 728Ε, πρβλ. Ἰσοκρ. 8Α, Λοβ. Παραλ. 58· [[ἐνίοτε]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀγρός]], ἐπὶ τοσούτοις ἀγροῖς καὶ κτήμασι Ἰσαῖος 5, 43, (55. 24)· ἴδε [[χρῆμα]] ἐν τέλ.· ― σπανίως ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, κτ. ἔχων ἐν Βοιωτίᾳ Δημ. 239, ἐν τέλ., πρβλ. Πράξ. Ἀπ. ε΄, 1.
}}
{{elnl
|elnltext=κτῆμα -ατος, τό [κτάομαι] meestal plur. κτήματα bezittingen, goederen;; τα ἐμφανῆ κτήματα hun aanwijsbaar eigendom Xen. Hell. 5.2.10; τὰ κτήματα τῶν πλουσίων het bezit van de rijken Aristot. Pol. 1305a6; soms grondbezit:. κτήματ’ ἔχων ἐν τῇ Βοιωτᾴ jij die grondbezit hebt in Boeotië Dem. 18.41. sing. bezitting:. ταύτας... ἐξείλεθ’ αὑτῷ κτῆμα die vrouwen heeft hij uitgekozen als persoonlijk bezit Soph. Tr. 245; παλαιὸν οἴκων κτῆμα δεσποίνης ἐμῆς oude slaaf van het huis van mijn meesteres Eur. Med. 49; ὁ δοῦλος κτῆμά τι ἔμψυχον de slaaf is een bezielde bezitting Aristot. Pol. 1253b32. bezit, gave (van abstr. zaken of geestelijke eigenschappen):. κτῆμα... ἐς αἰεί een bezit voor alle tijden Thuc. 1.22.4; κτῆμα ἐμπεφυκός een aangeboren gave Plat. Lg. 863b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj