Anonymous

κόρυμβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>plur.</i> τὰ [[κόρυμβα]];<br /><b>1</b> sommet d'une montagne;<br /><b>2</b> bord d'un tombeau;<br /><b>3</b> ornement <i>ou</i> armure à l'extrémité supérieure de la proue;<br /><b>4</b> grappe de fruits <i>ou</i> de fleurs formant pyramide, <i>particul.</i> grappe de lierre.<br />'''Étymologie:''' [[κορυφή]] avec insertion d'un μ ; cf. [[στρόμβος]] de [[στρέφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>plur.</i> τὰ [[κόρυμβα]];<br /><b>1</b> sommet d'une montagne;<br /><b>2</b> bord d'un tombeau;<br /><b>3</b> ornement <i>ou</i> armure à l'extrémité supérieure de la proue;<br /><b>4</b> grappe de fruits <i>ou</i> de fleurs formant pyramide, <i>particul.</i> grappe de lierre.<br />'''Étymologie:''' [[κορυφή]] avec insertion d'un μ ; cf. [[στρόμβος]] de [[στρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόρυμβος''': , πληθ. κόρυμβοι καὶ ἑτερογεν. κόρυμβα· ([[κόρυς]], [[κορυφή]])· τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]], [[κορυφή]], τὸ [[τέλος]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον [[ἅπαξ]], [[νηῶν]]... [[ἄκρα]] κόρυμβα, τὰ καμπύλα [[ἄκρα]] τῆς πρύμνης, κατὰ τὸν Σχολ. «τὰ τῶν νεῶν ἀκροστόλια», Ἰλ. Ι. 241· ἄλλως ἄφλαστα, ἀκροστόλια, κατὰ τὸν Ἡσύχ.· ἂν καὶ φαίνεται ὅτι ὑπῆρχεν [[ἀμφιβολία]] τις περὶ τῆς σημασίας [[αὐτοῦ]] ἔτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀριστοφ., ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 527· [[οὕτως]] ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 411 ([[ἔνθα]] ἴδε Blomf. 417), Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 258· ἀφλάστοιο κόρυμβα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 601· ἄφλαστα καὶ κόρυμβ. Λυκόφρ. 295· ― ἀκολούθως. 2) κορυφὴ βουνοῦ, φεύγοντες ἐπὶ τοῦ οὔρεος τὸν κ. Ἡρόδ. 7. 218· ἐπ’ [[ἄκρον]] κ. ὄχθου Αἰσχύλ. Πέρσ. 659. ΙΙ. = [[κρωβύλος]], κ. τῶν τριχῶν Ἡρακλείδ. Ποντ. παρ’ Ἀθην. 512C ἀσκητὸς ἐϋσπείροισι κορύμβοις Ἀνθ. Π. 6. 219. οὕτω καὶ [[κορύμβη]], Ἄσιος 2. 6· ἴδε ἐν λέξ. [[κρωβύλος]]. ΙΙΙ. ὁ [[βότρυς]] τοῦ ἄνθους ἢ καρποῦ τοῦ κισσοῦ, Ἀνθ. Π. 12. 8, Πλούτ. 2. 648F· [[καθόλου]], [[βότρυς]] καρποῦ ἢ ἄνθους, Μόσχ. 3. 4, Χριστοδ. Ἔκφρ. 397, Νόνν., κτλ. 2) ὁ καυλὸς τοῦ ἀσπαράγου, Ἡσύχ.
|elnltext=κόρυμβος -ου, ὁ [~ κορυφή] plur. κόρυμβοι en κόρυμβα top:; τοῦ ὄρεος top van de berg Hdt. 7.218.3; plur. uiteinde:. νεὼς κόρυμβα achtersteven van een schip Aeschl. Pers. 411. haarknot:. ἀσκητὸς ἐϋσπείροισι κορύμβοις versierd met kunstig gevlochten haarknot AP 6.219.3.
}}
{{elru
|elrutext='''κόρυμβος:''' ὁ (pl. тж. τὰ [[κόρυμβα]])<br /><b class="num">1)</b> [[оконечность корабля]], [[край кормы]] ([[νηῶν]] Hom.; Φοινίσσης [[νεώς]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[вершина]] (τοῦ οὔρεος Her.; ὄχθου Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> бот. [[пучок]], [[гроздь]], [[кисть]] Plut., Anth.;<br /><b class="num">4)</b> [[высокая прическа]] (εὔσπειροι κόρυμβοι Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κόρυμβος:''' ὁ, πληθ. <i>κόρυμβοι</i> και [[κόρυμβα]]· ([[κόρυς]], [[κορυφή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> το ανώτατο [[σημείο]], [[κορυφή]], [[τέλος]], [[νηῶν]] [[ἄκρα]] [[κόρυμβα]], τα καμπυλωτά [[άκρα]] της πρύμνης στο [[πλοίο]], σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., λέγεται για το [[πλοίο]] μόνο του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> η [[κορυφή]] λόφου, σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρωβύλος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[τσαμπί]] φρούτων ή λουλουδιών, σε Μόσχ., Ανθ.
|lsmtext='''κόρυμβος:''' ὁ, πληθ. <i>κόρυμβοι</i> και [[κόρυμβα]]· ([[κόρυς]], [[κορυφή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> το ανώτατο [[σημείο]], [[κορυφή]], [[τέλος]], [[νηῶν]] [[ἄκρα]] [[κόρυμβα]], τα καμπυλωτά [[άκρα]] της πρύμνης στο [[πλοίο]], σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., λέγεται για το [[πλοίο]] μόνο του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> η [[κορυφή]] λόφου, σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρωβύλος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[τσαμπί]] φρούτων ή λουλουδιών, σε Μόσχ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόρυμβος:''' ὁ (pl. тж. τὰ [[κόρυμβα]])<br /><b class="num">1)</b> [[оконечность корабля]], [[край кормы]] ([[νηῶν]] Hom.; Φοινίσσης [[νεώς]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[вершина]] (τοῦ οὔρεος Her.; ὄχθου Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> бот. [[пучок]], [[гроздь]], [[кисть]] Plut., Anth.;<br /><b class="num">4)</b> [[высокая прическа]] (εὔσπειροι κόρυμβοι Anth.).
|lstext='''κόρυμβος''': , πληθ. κόρυμβοι καὶ ἑτερογεν. κόρυμβα· ([[κόρυς]], [[κορυφή]])· τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]], [[κορυφή]], τὸ [[τέλος]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον [[ἅπαξ]], [[νηῶν]]... [[ἄκρα]] κόρυμβα, τὰ καμπύλα [[ἄκρα]] τῆς πρύμνης, κατὰ τὸν Σχολ. «τὰ τῶν νεῶν ἀκροστόλια», Ἰλ. Ι. 241· ἄλλως ἄφλαστα, ἀκροστόλια, κατὰ τὸν Ἡσύχ.· ἂν καὶ φαίνεται ὅτι ὑπῆρχεν [[ἀμφιβολία]] τις περὶ τῆς σημασίας [[αὐτοῦ]] ἔτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀριστοφ., ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 527· [[οὕτως]] ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 411 ([[ἔνθα]] ἴδε Blomf. 417), Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 258· ἀφλάστοιο κόρυμβα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 601· ἄφλαστα καὶ κόρυμβ. Λυκόφρ. 295· ― ἀκολούθως. 2) κορυφὴ βουνοῦ, φεύγοντες ἐπὶ τοῦ οὔρεος τὸν κ. Ἡρόδ. 7. 218· ἐπ’ [[ἄκρον]] κ. ὄχθου Αἰσχύλ. Πέρσ. 659. ΙΙ. = [[κρωβύλος]], κ. τῶν τριχῶν Ἡρακλείδ. Ποντ. παρ’ Ἀθην. 512C ἀσκητὸς ἐϋσπείροισι κορύμβοις Ἀνθ. Π. 6. 219. οὕτω καὶ [[κορύμβη]], Ἄσιος 2. 6· ἴδε ἐν λέξ. [[κρωβύλος]]. ΙΙΙ. ὁ [[βότρυς]] τοῦ ἄνθους ἢ καρποῦ τοῦ κισσοῦ, Ἀνθ. Π. 12. 8, Πλούτ. 2. 648F· [[καθόλου]], [[βότρυς]] καρποῦ ἢ ἄνθους, Μόσχ. 3. 4, Χριστοδ. Ἔκφρ. 397, Νόνν., κτλ. 2) ὁ καυλὸς τοῦ ἀσπαράγου, Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κόρυμβος -ου, ὁ [~ κορυφή] plur. κόρυμβοι en κόρυμβα top:; τοῦ ὄρεος top van de berg Hdt. 7.218.3; plur. uiteinde:. νεὼς κόρυμβα achtersteven van een schip Aeschl. Pers. 411. haarknot:. ἀσκητὸς ἐϋσπείροισι κορύμβοις versierd met kunstig gevlochten haarknot AP 6.219.3.
}}
}}
{{etym
{{etym