Anonymous

πένθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> deuil :<br /><b>1</b> douleur, affliction : [[πένθος]] τινός, deuil au sujet de qqn ; [[πένθος]] ἔχειν IL être dans le deuil ; ἐπὶ πένθει PLUT dans le deuil ; τινι [[πένθος]] τιθέναι IL <i>ou</i> παρέχειν ESCHL être cause d'un deuil pour qqn;<br /><b>2</b> cérémonie de deuil, deuil public : [[πένθος]] ποιήσασθαι HDT organiser un deuil de cour;<br /><b>II.</b> malheur, événement douloureux.<br />'''Étymologie:''' R. Παθ, souffrir ; v. [[πάσχω]], [[πάθος]], avec nasalisation ; cf. [[βένθος]] comparé à [[βάθος]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> deuil :<br /><b>1</b> douleur, affliction : [[πένθος]] τινός, deuil au sujet de qqn ; [[πένθος]] ἔχειν IL être dans le deuil ; ἐπὶ πένθει PLUT dans le deuil ; τινι [[πένθος]] τιθέναι IL <i>ou</i> παρέχειν ESCHL être cause d'un deuil pour qqn;<br /><b>2</b> cérémonie de deuil, deuil public : [[πένθος]] ποιήσασθαι HDT organiser un deuil de cour;<br /><b>II.</b> malheur, événement douloureux.<br />'''Étymologie:''' R. Παθ, souffrir ; v. [[πάσχω]], [[πάθος]], avec nasalisation ; cf. [[βένθος]] comparé à [[βάθος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πένθος''': -εος, τό, [[θλῖψις]] [[λύπη]], Ὅμ., Ἡσ., κτλ.: ἀλλ’ οὐδ’ ὣς ἔχε [[πένθος]] ἐνὶ φρεσὶ Πηνελοποείης, καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν ᾐσθάνετο λύπην διὰ τὴν Πηνελόπην, Ὀδ. Σ. 324, κτλ.· π. ἄλαστον ἔχειν Ἰλ. Ω. 105· π. λαγχάνειν Σοφ. Ἀποσπ. 587· π. λαμβάνει τινὰ Ἰλ. Π. 548, κτλ.· μέγα π. Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει Α. 254, κτλ.· πενθεῖ δ’ ἀτλήτῳ [[βεβολήατο]] Ι.3· θυμὸς ἐτείρετο π. λυγρῷ Χ. 242, κτλ. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν σημείων θλίψεως, [[πένθος]] διὰ νεκρόν, γονεῦσι [[γόον]] καὶ π. ἔθηκας Ρ. 37· παιδὸς γάρ οἱ ἄλαστον ... π. ἔκειτο Ὀδ. Ω. 423· Σάρδεσιν π. παρασχὼν Αἰσχύλ. Πέρσ. 322· π. οἰκεῖον στένειν Σοφ. Ἀντ. 1249· π. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 1· οὕτω, π. προεθήκαντο 6. 21· π. τίθεται 2. 46· π. τινὸς κοινοῦσθαι Εὐρ. Ἄλκ. 426· ἐν πένθει [[εἶναι]] Σοφ. Ἠλ. 290, 847, Πλάτ., κτλ.· πολὺ π. ἦν κατὰ τὸ [[στρατόπεδον]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 10· π. λιπεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 948, κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ι. 8(7). 14, Ἀποσπ. 126, Αἰσχύλ. Χο. 334, Πλάτ. Πολ. 395D, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 12, κτλ. ΙΙ. [[δυστύχημα]], [[ἀτύχημα]], π. τινός, κακὴ [[τύχη]] τινός, [[δυστυχία]], Ἡρόδ. 3. 14· ἔτλαν [[πένθος]] οὐ τλατὸν Πίνδ. Ι. 7 (6). 51. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Σοφ. Αἴ. 615· π. ἔδωκε φέρειν, δηλ. τὸ [[σῶμα]]. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 228. (Τύπος [[παράλληλος]] τῇ λέξει [[πάθος]], ὡς τὸ [[βένθος]] τῇ λέξει [[βάθος]]· ἴδε ἐν λ. [[πάσχω]].).
|elnltext=πένθος -ους, zonder contr. -εος, τό, poët. ook πένθεια -ας, ἡ [~ πάσχω] droefenis, verdriet, leed, spec. rouw:; αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ πένθος ἀμέτρητον πόρε δαίμων aan mij heeft een godheid zelfs onmetelijk leed gegeven Od. 19.512; πένθος... Πηνελοπείης verdriet om Penelope Od. 18.324; ἐν πένθει εἶναι in rouw zijn Soph. El. 290; πολὺ πένθος ἦν κατὰ τὸ Λακωνικὸν στράτευμα in het Spartaanse leger heerste een grote droefenis Xen. Hell. 4.5.10; πένθος ἐποιήσατο hij ging in de rouw Hdt. 2.1.1; concr.. φίλοις μέγα πένθος ηὕρηται hij is voor zijn vrienden een reden tot zware rouw gebleken Soph. Ai. 615. droevig lot, leed:. τὸ δὲ τοῦ ἑταίρου πένθος ἄξιον ἦν δακρύων het doevige lot van mijn vriend verdiende tranen Hdt. 3.14.10.
}}
{{elru
|elrutext='''πένθος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[печаль]], [[скорбь]], [[горе]]: π. ἔχειν Hom. и ἐν πένθει εἶναι Plat. быть погруженным в скорбь; Τρῶας [[λάβε]] π. Hom. скорбь охватила троянцев; τινὶ π. τιθέναι Hom. и παρέχειν Aesch. погрузить кого-л. в печаль;<br /><b class="num">2)</b> [[траур]]: π. ποιεῖσθαι Her. объявлять траур; ἐπὶ πένθει Plut. в трауре;<br /><b class="num">3)</b> [[несчастье]], [[бедствие]] Her., Pind.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''πένθος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[θλίψη]], [[μελαγχολία]], στενοχώρια, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τινός</i>, για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]] λέγεται για εξωτερικά [[σημεία]] θλίψης, [[μοιρολόγημα]] του νεκρού, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πένθος]] ποιήσασθαι, [[δημόσιος]] [[πένθος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δυστυχία]], σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δυστυχία]], σε Σοφ. (σχετίζεται με το [[πάθος]], όπως το [[βένθος]] με το [[βάθος]]).
|lsmtext='''πένθος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[θλίψη]], [[μελαγχολία]], στενοχώρια, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τινός</i>, για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]] λέγεται για εξωτερικά [[σημεία]] θλίψης, [[μοιρολόγημα]] του νεκρού, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πένθος]] ποιήσασθαι, [[δημόσιος]] [[πένθος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δυστυχία]], σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δυστυχία]], σε Σοφ. (σχετίζεται με το [[πάθος]], όπως το [[βένθος]] με το [[βάθος]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πένθος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[печаль]], [[скорбь]], [[горе]]: π. ἔχειν Hom. и ἐν πένθει εἶναι Plat. быть погруженным в скорбь; Τρῶας [[λάβε]] π. Hom. скорбь охватила троянцев; τινὶ π. τιθέναι Hom. и παρέχειν Aesch. погрузить кого-л. в печаль;<br /><b class="num">2)</b> [[траур]]: π. ποιεῖσθαι Her. объявлять траур; ἐπὶ πένθει Plut. в трауре;<br /><b class="num">3)</b> [[несчастье]], [[бедствие]] Her., Pind.
|lstext='''πένθος''': -εος, τό, [[θλῖψις]] [[λύπη]], Ὅμ., Ἡσ., κτλ.: ἀλλ’ οὐδ’ ὣς ἔχε [[πένθος]] ἐνὶ φρεσὶ Πηνελοποείης, καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν ᾐσθάνετο λύπην διὰ τὴν Πηνελόπην, Ὀδ. Σ. 324, κτλ.· π. ἄλαστον ἔχειν Ἰλ. Ω. 105· π. λαγχάνειν Σοφ. Ἀποσπ. 587· π. λαμβάνει τινὰ Ἰλ. Π. 548, κτλ.· μέγα π. Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει Α. 254, κτλ.· πενθεῖ δ’ ἀτλήτῳ [[βεβολήατο]] Ι.3· θυμὸς ἐτείρετο π. λυγρῷ Χ. 242, κτλ. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν σημείων θλίψεως, [[πένθος]] διὰ νεκρόν, γονεῦσι [[γόον]] καὶ π. ἔθηκας Ρ. 37· παιδὸς γάρ οἱ ἄλαστον ... π. ἔκειτο Ὀδ. Ω. 423· Σάρδεσιν π. παρασχὼν Αἰσχύλ. Πέρσ. 322· π. οἰκεῖον στένειν Σοφ. Ἀντ. 1249· π. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 1· οὕτω, π. προεθήκαντο 6. 21· π. τίθεται 2. 46· π. τινὸς κοινοῦσθαι Εὐρ. Ἄλκ. 426· ἐν πένθει [[εἶναι]] Σοφ. Ἠλ. 290, 847, Πλάτ., κτλ.· πολὺ π. ἦν κατὰ τὸ [[στρατόπεδον]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 10· π. λιπεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 948, κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ι. 8(7). 14, Ἀποσπ. 126, Αἰσχύλ. Χο. 334, Πλάτ. Πολ. 395D, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 12, κτλ. ΙΙ. [[δυστύχημα]], [[ἀτύχημα]], π. τινός, κακὴ [[τύχη]] τινός, [[δυστυχία]], Ἡρόδ. 3. 14· ἔτλαν [[πένθος]] οὐ τλατὸν Πίνδ. Ι. 7 (6). 51. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Σοφ. Αἴ. 615· π. ἔδωκε φέρειν, δηλ. τὸ [[σῶμα]]. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 228. (Τύπος [[παράλληλος]] τῇ λέξει [[πάθος]], ὡς τὸ [[βένθος]] τῇ λέξει [[βάθος]]· ἴδε ἐν λ. [[πάσχω]].).
}}
{{elnl
|elnltext=πένθος -ους, zonder contr. -εος, τό, poët. ook πένθεια -ας, ἡ [~ πάσχω] droefenis, verdriet, leed, spec. rouw:; αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ πένθος ἀμέτρητον πόρε δαίμων aan mij heeft een godheid zelfs onmetelijk leed gegeven Od. 19.512; πένθος... Πηνελοπείης verdriet om Penelope Od. 18.324; ἐν πένθει εἶναι in rouw zijn Soph. El. 290; πολὺ πένθος ἦν κατὰ τὸ Λακωνικὸν στράτευμα in het Spartaanse leger heerste een grote droefenis Xen. Hell. 4.5.10; πένθος ἐποιήσατο hij ging in de rouw Hdt. 2.1.1; concr.. φίλοις μέγα πένθος ηὕρηται hij is voor zijn vrienden een reden tot zware rouw gebleken Soph. Ai. 615. droevig lot, leed:. τὸ δὲ τοῦ ἑταίρου πένθος ἄξιον ἦν δακρύων het doevige lot van mijn vriend verdiende tranen Hdt. 3.14.10.
}}
}}
{{etym
{{etym