Anonymous

πεζοπόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui va à pied, qui va sur terre.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]], πορεύομαι.
|btext=ος, ον :<br />qui va à pied, qui va sur terre.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]], πορεύομαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πεζοπόρος''': -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ὁδοιπορῶν, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. Ἀνθ. Π. 12. 53· ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου (ἴδε [[πεζεύω]]), [[αὐτόθι]] 9. 304.
|elnltext=πεζοπόρος -ον [πεζός, πόρος] over land gaand.
}}
{{elru
|elrutext='''πεζοπόρος:''' [[передвигающийся пешком]] или [[сухим путем]] Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πεζοπόρος:''' -ον, αυτός που βαδίζει στην [[ξηρά]], σε Ανθ.· [[ναύτης]] ἠπείρου, [[πεζοπόρος]] πελάγους, λέγεται για τον Ξέρξη, στο ίδ.
|lsmtext='''πεζοπόρος:''' -ον, αυτός που βαδίζει στην [[ξηρά]], σε Ανθ.· [[ναύτης]] ἠπείρου, [[πεζοπόρος]] πελάγους, λέγεται για τον Ξέρξη, στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεζοπόρος:''' [[передвигающийся пешком]] или [[сухим путем]] Anth.
|lstext='''πεζοπόρος''': -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ὁδοιπορῶν, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. Ἀνθ. Π. 12. 53· ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου (ἴδε [[πεζεύω]]), [[αὐτόθι]] 9. 304.
}}
{{elnl
|elnltext=πεζοπόρος -ον [πεζός, πόρος] over land gaand.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πεζο-[[πόρος]], ον,<br />[[going]] by [[land]], Anth.; [[ναύτης]] ἠπείρου π. πελάγους, of [[Xerxes]], Anth.
|mdlsjtxt=πεζο-[[πόρος]], ον,<br />[[going]] by [[land]], Anth.; [[ναύτης]] ἠπείρου π. πελάγους, of [[Xerxes]], Anth.
}}
}}