Anonymous

περιάπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=attacher autour : [[διάδημα]] [[τῷ]] τραχήλῳ PLUT attacher un diadème autour de son cou ; <i>fig.</i> αἰσχύνην τινί PLAT attacher de la honte au nom de qqn ; τινι τιμάς XÉN attribuer des honneurs à qqn ; ἀγαθόν τινι XÉN faire du bien à qqn ; <i>sans dat. de pers.</i> : ἀνελευθερίαν XÉN faire à qqn <i>ou</i> à soi-même la réputation de n’être pas libéral;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιάπτομαι attacher à <i>ou</i> sur soi-même ; porter attaché <i>ou</i> suspendu, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἅπτω]].
|btext=attacher autour : [[διάδημα]] [[τῷ]] τραχήλῳ PLUT attacher un diadème autour de son cou ; <i>fig.</i> αἰσχύνην τινί PLAT attacher de la honte au nom de qqn ; τινι τιμάς XÉN attribuer des honneurs à qqn ; ἀγαθόν τινι XÉN faire du bien à qqn ; <i>sans dat. de pers.</i> : ἀνελευθερίαν XÉN faire à qqn <i>ou</i> à soi-même la réputation de n’être pas libéral;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιάπτομαι attacher à <i>ou</i> sur soi-même ; porter attaché <i>ou</i> suspendu, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἅπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιάπτω''': μέλλ. -ψω, δένω, περιδένω, ἐξαρτῶ ἔκ τινος, [[ἐφαρμόζω]], φάρμακα [[περάπτων]] (Αἰολ. τύπ.) Πινδ. Π. 3. 94· τὰ ἐρινᾶ πρὸς τὰς συκᾶς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 6. ― Μέσ., θέτω περὶ ἐμαυτόν, [[κρεμῶ]] [[ἐπάνω]] μου, φορῶ, ἄργυρον ἢ χρυσὸν Πλάτ. Πολιτ. 417Α· λίθους πολυτελεῖς Πλουτ. Περικλ. 12, κτλ. 2) μεταφορ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, π. πήματα, τιμάς, αἶσχός τινι, [[προσάπτω]] εἴς τινα, ἀποδίδω, Σιμων. 103 (ἐν τμήσει), Ἀριστοφ. Ἀχ. 640, Πλ. 590· π. ὄνειδός τινι Λυσ. 164. 1, Πλάτ. Εὐθύδ. 272C· αἰσχύνην τῇ πόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 35Α· ἀνελευθερίαν (ἐξυπ. αὐτοῖς) Ξεν. Κύρ. 8. 4, 32· ἀντὶ καλῆς [δόξης] αἰσχρὰν π. τῇ πόλει Δημ. 460. 4· καὶ τουτονὶ περιῆψεν (ἡμῖν δηλ.) ὃν νυνὶ βίον ζῶμεν, ἐπέβαλον ἡμῖν τοῦτον τὸν βίον ὃν ζῶμεν, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 7· ― [[ὡσαύτως]], [[σχῆμα]] π. τῷ πυρὶ Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 5, 6· τινά τινι, [[περιβάλλω]] τινὰ μέ τι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 5, 5· π. τινὰ ψόγῳ Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 7). ΙΙ. [[ἀνάπτω]] [[πέριξ]] πῦρ, ἀνεβιβάσαμεν αὐτὸν καὶ περιήψαμεν Φαλάρ. Ἐπιστ. 5, σ. 28· [[ἀνάπτω]], περιαψάντων πῦρ ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 457.
|elnltext=περι-άπτω, poët. περάπτω vastmaken om, omhangen:; τὸ διάδημα τῷ τραχήλῳ περιῆψε hij bond het diadeem rond de nek Plut. Luc. 18.5; ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῖκα, περιαπτομένην λίθους πολυτελεῖς als een ijdele vrouw, die zich tooit met kostbare edelstenen Plut. Per. 12.2; overdr. voorzien van, toedelen:; ὄλβον... ἑαυτοῖς καὶ πόλει π. welvaart voor zichzelf en de stad verzekeren Xen. Cyr. 1.5.9; bezorgen, berokkenen:. αἰσχύνην τῇ πόλει περιάπτειν de stad schande bezorgen Plat. Ap. 35a; τῆς πενίας πρᾶγμ’ αἴσχιον... αὐτῷ περιάψαι hem iets berokkenen dat erger is dan armoede Aristoph. Pl. 590. aansteken:. περιαψάντων δὲ πῦρ toen zij het vuur hadden aangestoken NT Luc. 22.55.
}}
{{elru
|elrutext='''περιάπτω:''' дор. [[περάπτω]]<br /><b class="num">1)</b> [[обвязывать]], [[привязывать]] (τί τινι Pind., Arst., Plut. и πρός τι Arst.); med. надевать на себя (sc. χρυσὸν καὶ ἄργυρον Plat.): περιαπτόμενος λίθους πολυτελεῖς Plut. надевший на себя драгоценные камни;<br /><b class="num">2)</b> [[навлекать]] (ὄνειδός τινι Lys.; αἰσχύνην τῇ πόλει Plat.): π. ἀνελευθερίαν (sc. [[αὐτῷ]]) Xen. стяжать себе репутацию неблагородного человека;<br /><b class="num">3)</b> [[доставлять]] (εὐδαιμονίαν καὶ τιμάς τινι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[придавать]] (σχῆμά τινι Arst.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''περιάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]], [[προσδένω]], [[εξαρτώ]] γύρω ή πάνω, [[εφαρμόζω]], γυίοις φάρμακα [[περάπτων]] (Αιολ. [[τύπος]]), σε Πίνδ. — Μέσ., [[θέτω]] γύρω από τον εαυτό μου, φορώ πάνω μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[περιάπτω]] τιμάς, <i>αἶσχός τινι</i>, [[προσάπτω]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.· <i>ἀντὶ καλῆς</i> (<i>δόξης</i>) αἰσχρὰν [[περιάπτω]] τῇ πόλει, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάβω]] [[φωτιά]] [[ολόγυρα]] ή στη [[μέση]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''περιάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]], [[προσδένω]], [[εξαρτώ]] γύρω ή πάνω, [[εφαρμόζω]], γυίοις φάρμακα [[περάπτων]] (Αιολ. [[τύπος]]), σε Πίνδ. — Μέσ., [[θέτω]] γύρω από τον εαυτό μου, φορώ πάνω μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[περιάπτω]] τιμάς, <i>αἶσχός τινι</i>, [[προσάπτω]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.· <i>ἀντὶ καλῆς</i> (<i>δόξης</i>) αἰσχρὰν [[περιάπτω]] τῇ πόλει, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάβω]] [[φωτιά]] [[ολόγυρα]] ή στη [[μέση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιάπτω:''' дор. [[περάπτω]]<br /><b class="num">1)</b> [[обвязывать]], [[привязывать]] (τί τινι Pind., Arst., Plut. и πρός τι Arst.); med. надевать на себя (sc. χρυσὸν καὶ ἄργυρον Plat.): περιαπτόμενος λίθους πολυτελεῖς Plut. надевший на себя драгоценные камни;<br /><b class="num">2)</b> [[навлекать]] (ὄνειδός τινι Lys.; αἰσχύνην τῇ πόλει Plat.): π. ἀνελευθερίαν (sc. [[αὐτῷ]]) Xen. стяжать себе репутацию неблагородного человека;<br /><b class="num">3)</b> [[доставлять]] (εὐδαιμονίαν καὶ τιμάς τινι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[придавать]] (σχῆμά τινι Arst.).
|lstext='''περιάπτω''': μέλλ. -ψω, δένω, περιδένω, ἐξαρτῶ ἔκ τινος, [[ἐφαρμόζω]], φάρμακα [[περάπτων]] (Αἰολ. τύπ.) Πινδ. Π. 3. 94· τὰ ἐρινᾶ πρὸς τὰς συκᾶς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 6. ― Μέσ., θέτω περὶ ἐμαυτόν, [[κρεμῶ]] [[ἐπάνω]] μου, φορῶ, ἄργυρον ἢ χρυσὸν Πλάτ. Πολιτ. 417Α· λίθους πολυτελεῖς Πλουτ. Περικλ. 12, κτλ. 2) μεταφορ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, π. πήματα, τιμάς, αἶσχός τινι, [[προσάπτω]] εἴς τινα, ἀποδίδω, Σιμων. 103 (ἐν τμήσει), Ἀριστοφ. Ἀχ. 640, Πλ. 590· π. ὄνειδός τινι Λυσ. 164. 1, Πλάτ. Εὐθύδ. 272C· αἰσχύνην τῇ πόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 35Α· ἀνελευθερίαν (ἐξυπ. αὐτοῖς) Ξεν. Κύρ. 8. 4, 32· ἀντὶ καλῆς [δόξης] αἰσχρὰν π. τῇ πόλει Δημ. 460. 4· καὶ τουτονὶ περιῆψεν (ἡμῖν δηλ.) ὃν νυνὶ βίον ζῶμεν, ἐπέβαλον ἡμῖν τοῦτον τὸν βίον ὃν ζῶμεν, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 7· ― [[ὡσαύτως]], [[σχῆμα]] π. τῷ πυρὶ Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 5, 6· τινά τινι, [[περιβάλλω]] τινὰ μέ τι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 5, 5· π. τινὰ ψόγῳ Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 7). ΙΙ. [[ἀνάπτω]] [[πέριξ]] πῦρ, ἀνεβιβάσαμεν αὐτὸν καὶ περιήψαμεν Φαλάρ. Ἐπιστ. 5, σ. 28· [[ἀνάπτω]], περιαψάντων πῦρ ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 457.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-άπτω, poët. περάπτω vastmaken om, omhangen:; τὸ διάδημα τῷ τραχήλῳ περιῆψε hij bond het diadeem rond de nek Plut. Luc. 18.5; ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῖκα, περιαπτομένην λίθους πολυτελεῖς als een ijdele vrouw, die zich tooit met kostbare edelstenen Plut. Per. 12.2; overdr. voorzien van, toedelen:; ὄλβον... ἑαυτοῖς καὶ πόλει π. welvaart voor zichzelf en de stad verzekeren Xen. Cyr. 1.5.9; bezorgen, berokkenen:. αἰσχύνην τῇ πόλει περιάπτειν de stad schande bezorgen Plat. Ap. 35a; τῆς πενίας πρᾶγμ’ αἴσχιον... αὐτῷ περιάψαι hem iets berokkenen dat erger is dan armoede Aristoph. Pl. 590. aansteken:. περιαψάντων δὲ πῦρ toen zij het vuur hadden aangestoken NT Luc. 22.55.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj