Anonymous

ποδάγρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />piège qui saisit l'animal par le pied.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἀγρέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />piège qui saisit l'animal par le pied.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἀγρέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποδάγρα''': ἡ, παγὶς διὰ τοὺς πόδας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28, Ἀνθ. Π. 6. 296, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 757D. ΙΙ. [[ἀρθρῖτις]] ἐν τοῖς ποσίν, ἀντίθ. τῷ [[χειράγρα]], [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κυνῶν, βοῶν, καὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2., 23, 1., 24, 1.
|elnltext=ποδάγρα -ας, ἡ, Ion. en poët. ποδάγρη en ποδαγρίη [πούς, ἀγρέω] voetklem. geneesk. jicht.
}}
{{elru
|elrutext='''ποδάγρα:''' поэт. [[ποδάγρη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ножной силок или капкан]] (δολοῦν ἐλάφους ποδάγραις Xen.; θήρεσσιν πηγνύναι ποδάγρας ap. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[ревматическая боль в ногах]], [[подагра]] Plut., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ποδάγρα:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[παγίδα]] για τα πόδια, σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αρθρίτριδα στα πόδια, αντίθ. προς [[χειράγρα]].
|lsmtext='''ποδάγρα:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[παγίδα]] για τα πόδια, σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αρθρίτριδα στα πόδια, αντίθ. προς [[χειράγρα]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποδάγρα:''' поэт. [[ποδάγρη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ножной силок или капкан]] (δολοῦν ἐλάφους ποδάγραις Xen.; θήρεσσιν πηγνύναι ποδάγρας ap. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[ревматическая боль в ногах]], [[подагра]] Plut., Luc.
|lstext='''ποδάγρα''': ἡ, παγὶς διὰ τοὺς πόδας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28, Ἀνθ. Π. 6. 296, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 757D. ΙΙ. [[ἀρθρῖτις]] ἐν τοῖς ποσίν, ἀντίθ. τῷ [[χειράγρα]], [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κυνῶν, βοῶν, καὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2., 23, 1., 24, 1.
}}
{{elnl
|elnltext=ποδάγρα -ας, , Ion. en poët. ποδάγρη en ποδαγρίη [πούς, ἀγρέω] voetklem. geneesk. jicht.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj