Anonymous

πομποστολέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter en procession;<br /><b>2</b> envoyer en expédition (un navire, une flotte).<br />'''Étymologie:''' [[πομπός]], [[στολή]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter en procession;<br /><b>2</b> envoyer en expédition (un navire, une flotte).<br />'''Étymologie:''' [[πομπός]], [[στολή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πομποστολέω''': ([[στέλλω]]) [[περιάγω]] ἐν πομπῇ, πομποστολεῖται τὰ ἱερὰ Στράβ. 659· π. τὸ [[σκάφος]], ὁδηγῶ τὸ [[σκάφος]], Λουκ. Ἔρωτ. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 273.
|elnltext=πομποστολέω [πομπή, στέλλω] (in) processie begeleiden: met acc.. π. τὸ σκάφος het schip in processie begeleiden [Luc.] 49.11.
}}
{{elru
|elrutext='''πομποστολέω:''' [[сопровождать]], [[вести]] (τὸ [[σκάφος]] Luc.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πομποστολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προπορεύομαι]] σε [[ιερή]] [[πομπή]], σε Στράβ.
|lsmtext='''πομποστολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προπορεύομαι]] σε [[ιερή]] [[πομπή]], σε Στράβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πομποστολέω:''' [[сопровождать]], [[вести]] (τὸ [[σκάφος]] Luc.).
|lstext='''πομποστολέω''': ([[στέλλω]]) [[περιάγω]] ἐν πομπῇ, πομποστολεῖται τὰ ἱερὰ Στράβ. 659· π. τὸ [[σκάφος]], ὁδηγῶ τὸ [[σκάφος]], Λουκ. Ἔρωτ. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 273.
}}
{{elnl
|elnltext=πομποστολέω [πομπή, στέλλω] (in) processie begeleiden: met acc.. π. τὸ σκάφος het schip in processie begeleiden [Luc.] 49.11.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πομπο-στολέω, fut. -ήσω<br />to [[lead]] in [[procession]], Strab.
|mdlsjtxt=πομπο-στολέω, fut. -ήσω<br />to [[lead]] in [[procession]], Strab.
}}
}}