Anonymous

προβατεία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de garder des brebis, profession de berger;<br /><b>2</b> fortune consistant en troupeaux, en bétail.<br />'''Étymologie:''' [[προβατεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de garder des brebis, profession de berger;<br /><b>2</b> fortune consistant en troupeaux, en bétail.<br />'''Étymologie:''' [[προβατεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προβᾰτεία''': , ([[προβατεύω]]) τὸ φυλάττειν πρόβατα καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν, ὁ [[βίος]] τοῦ ποιμένος, τὸ [[ἐπάγγελμα]] [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Σόλων 23, Ποπλικ. 11, Α. Β. 294. ΙΙ. [[περιουσία]] εἰς πρόβατα συνισταμένη ἢ βοσκήματα, [[ποίμνιον]] προβάτων, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[πρόσβασις]], Στράβ. 546, Αἰλ. π. Ζ. 4. 32, κτλ.
|elnltext=προβατεία -ας, ἡ [προβατεύω] schapenteelt, het schapen houden.
}}
{{elru
|elrutext='''προβᾰτεία:''' ἡ Plut. = [[προβατευτική]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προβᾰτεία:''' ἡ ([[προβατεύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κατάσταση]] φύλαξης προβάτων, η [[ζωή]] του βοσκού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιουσία]] σε βοοειδή, [[κοπάδι]] με πρόβατα, όπως το ομηρ. [[πρόβασις]], σε Στράβ.
|lsmtext='''προβᾰτεία:''' ἡ ([[προβατεύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κατάσταση]] φύλαξης προβάτων, η [[ζωή]] του βοσκού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιουσία]] σε βοοειδή, [[κοπάδι]] με πρόβατα, όπως το ομηρ. [[πρόβασις]], σε Στράβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προβᾰτεία:''' ἡ Plut. = [[προβατευτική]].
|lstext='''προβᾰτεία''': , ([[προβατεύω]]) τὸ φυλάττειν πρόβατα καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν, ὁ [[βίος]] τοῦ ποιμένος, τὸ [[ἐπάγγελμα]] [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Σόλων 23, Ποπλικ. 11, Α. Β. 294. ΙΙ. [[περιουσία]] εἰς πρόβατα συνισταμένη ἢ βοσκήματα, [[ποίμνιον]] προβάτων, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[πρόσβασις]], Στράβ. 546, Αἰλ. π. Ζ. 4. 32, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=προβατεία -ας, [προβατεύω] schapenteelt, het schapen houden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προβᾰτεία, ἡ, [[προβατεύω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[keeping]] of [[sheep]], a [[shepherd]]'s [[life]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[property]] in [[cattle]], a [[flock]] of [[sheep]], like the Homeric [[πρόβασις]], Strab.
|mdlsjtxt=προβᾰτεία, ἡ, [[προβατεύω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[keeping]] of [[sheep]], a [[shepherd]]'s [[life]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[property]] in [[cattle]], a [[flock]] of [[sheep]], like the Homeric [[πρόβασις]], Strab.
}}
}}