Anonymous

πολυνιφής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />tout couvert de neige.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[νίφω]].
|btext=ής, ές :<br />tout couvert de neige.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[νίφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολῠνῐφής''': -ές, ὁ πολὺ νιφόμενος, [[πλήρης]] χιόνων, Εὐρ. Ἑλ. 1326· ― πολύνῐφος, ον, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 9, πρβλ. [[ἀγάννιφος]].
|elnltext=πολυνιφής -ές [πολύς, νίφω] sneeuwrijk.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυνῐφής:''' [[покрытый глубоким снегом]], [[весь в снегу]] (πέτρινα [[δρία]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολῠνῐφής:''' -ές ([[νίφω]]), αυτός που έχει μεγάλο [[βάθος]] σε [[χιόνι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πολῠνῐφής:''' -ές ([[νίφω]]), αυτός που έχει μεγάλο [[βάθος]] σε [[χιόνι]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυνῐφής:''' [[покрытый глубоким снегом]], [[весь в снегу]] (πέτρινα [[δρία]] Eur.).
|lstext='''πολῠνῐφής''': -ές, ὁ πολὺ νιφόμενος, [[πλήρης]] χιόνων, Εὐρ. Ἑλ. 1326· ― πολύνῐφος, ον, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 9, πρβλ. [[ἀγάννιφος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυνιφής -ές [πολύς, νίφω] sneeuwrijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-νῐφής, ές [[νίφω]]<br />[[deep]] with [[snow]], Eur.
|mdlsjtxt=πολῠ-νῐφής, ές [[νίφω]]<br />[[deep]] with [[snow]], Eur.
}}
}}