Anonymous

προπετής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui tombe en avant ; tombé en avant ; couché de tout son long, gisant;<br /><b>II.</b> qui se penche en avant ; <i>p. suite :</i>;<br /><b>1</b> <i>fig.</i> qui incline vers : τύμβου EUR vers le tombeau ; πολιὰς ἐπὶ χαίτας EUR vers des cheveux blancs, <i>càd</i> qui est sur le déclin de l'âge;<br /><b>2</b> enclin, porté à : [[εἴς]] [[τι]], [[ἐπί]] [[τι]] enclin à qch (aux plaisir, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>abs.</i> qui se porte en avant, fougueux, emporté;<br /><i>Sp.</i> προπετέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[προπίπτω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui tombe en avant ; tombé en avant ; couché de tout son long, gisant;<br /><b>II.</b> qui se penche en avant ; <i>p. suite :</i>;<br /><b>1</b> <i>fig.</i> qui incline vers : τύμβου EUR vers le tombeau ; πολιὰς ἐπὶ χαίτας EUR vers des cheveux blancs, <i>càd</i> qui est sur le déclin de l'âge;<br /><b>2</b> enclin, porté à : [[εἴς]] [[τι]], [[ἐπί]] [[τι]] enclin à qch (aux plaisir, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>abs.</i> qui se porte en avant, fougueux, emporté;<br /><i>Sp.</i> προπετέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[προπίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προπετής''': -ές, ([[προπίπτω]]) ὁ πίπτων ἢ κλίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, «τοὔμπροσθεν νενευκὼς» (Σουΐδ.), προέχων, προκύπτων, προνεύων, Λατ. prociduus proclivis, κεφαλὴ πρ. εἰς τοὔμπροσθεν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, πρβλ. 197Α· προπετέστεραι γένυες [[αὐτόθι]] 798· ὁ μὲν [[αὐχήν]]... μὴ πρ. πεφύκοι Ξεν. Ἱππ. 1, 8· πρ. ἂν ἐγίνετο ἡ [[βάδισις]] Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 14, 2· μὴ ὀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3, 5. 2) ἐρριμένος, κεῖται προπετὲς [τὸ [[κάταγμα]]], «ἐρριμένον καὶ προπεσὸν [[χαμαὶ]]» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 701· πρ. [[εἶναι]], γίγνεσθαι Ἱππ. Προγν. 37. 41, κτλ. 3) προκλινής, ἐν καταπτώσει εὑρισκόμενος, ἐγγίζων εἰς τὸν θάνατον, ζῇ γὰρ πρ. Σοφ. Τρ. 976, πρβλ. [[προνωπής]]· ἡ πρ. Μοῖρα, [[πρόωρος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1499 4) προεξέχων, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Πολυδ. Α΄, 189· γνάθοι, ὀφρῦς ὁ αὐτ. Δ΄, 68, 134. ΙΙ. μεταφορ., 1) ὁ ἐγγίζων εἴς τι, πρ. ἐπὶ πολιὰς χαίτας Εὐρ. Ἄλκ. 909· τύμβου προπετῆ παρθένον, «τὴν παρθένον προκειμένην τοῦ τύμβου» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 152. 2) ἐπιρρεπὴς εἴς τι, ἐπὶ ἢ εἴς τι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15., 6. 5, 14· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 792D· μετ’ ἀπαρεμφ., πρ. μεταστῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 30. 3) «[[κατακέφαλα]]», πρ. ἄγειν τινὰ Ἀριστ. Ρητ. 3. 9. 3. 4) [[ὁρμητικός]], [[αἰφνίδιος]], [[ῥιψοκίνδυνος]], [[ἀπερίσκεπτος]], [[βίαιος]], πρ. ἡδοναὶ σώματος Αἰσχίν. 27. 8· πρ. [[γέλως]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], Ἰσοκρ. 5Α· ἡ πρ. [[ἀκρασία]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 7, [[ἐφήμερον]] δὲ καὶ προπετῆ βίον, ὑποκείμενον εἰς κινδύνους, Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2· πρ. [[γλῶσσα]] Ἀλκίφρων 3. 57· ἐπὶ κλήρου τυχαίως ἐκτιναχθέντος, [[κλᾶρος]] προπετὴς Πινδ. Ν. 6. 107. β) ἐπὶ προσώπων, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 7. 12· τὰ [[θήλεα]]... [τῶν ἀρρένων] προπετέστερα ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5· μανικὸς καὶ πρ. ἐπὶ τῶν κινδύνων Θεοπόμπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 435Β· οἱ προπετεῖς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 13, 5· οἱ γλώσσῃ προπετεῖς Ἀνθ. Πλαν. 89· τὸ προπετὲς = [[προπέτεια]], Ἱππ. 19. 16, κτλ. 5) ἁρμονίαι προπετεῖς, ῥέοντες ῥυθμοί, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 40. 6) ὡς ἰατρικὸς ὅρος, ὁ ὑποκείμενος εἰς διάρροιαν, Ἀθήν. 584D. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς, πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. εἰς τὸ κάταντες φέρεσθαι Ξεν. Ἱππ. 8, 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 145. 2) [[προπετῶς]], μετὰ σπουδῆς, πρ. φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα Ξεν. Ἱέρων 7, 2· πρ. [[ταχύγλωσσος]] Ἱππ. 1136F· πρ. ἐπερέσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· ἀποκρίνεσθαι, ἀποφαίνεσθαι, κτλ., Πλάτ. Φίληβ. 45Α, Ἰσοκρ. 290Α, κτλ.· πρ. ἔχειν, εἶμαι [[προπετής]], [[ὁρμητικός]], [[ἀπερίσκεπτος]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· μηδέν... πράξῃς πρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 25· προπετέστερον χρῆσθαί τινι Πολύβ. 3. 102, 11. ― Περὶ τοῦ [[προπετής]], [[προπέτεια]] καὶ προπετεύεσθαι ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 292-97, 298, 30, 862.
|elnltext=προπετής -ές [προπίπτω] Ion. adv. προπετέως voorover vallend, voorover hangend, voorover gevallen; van pers..; εἰ δὲ καὶ προπετὴς γένοιτο als (de patiënt) ook nog voorover valt Hp. Prog. 3; ἐπιδεῖν τύμβου προπετῆ... παρθένον je dochter zien, voorover gevallen op het graf Eur. Hec. 150; van zaken; πέφυκε... ἐς τοὔμπροσθεν προπετής (de kop van de arm) is van nature voorwaarts gebogen Hp. Art. 1; τοιόνδε κεῖται προπετές zo lag het dan op de grond Soph. Tr. 701; overdr.. προπετῆ ἄγει τὸν ἀκροατήν (die stijl) sleept de toehoorder halsoverkop mee Aristot. Rh. 1409b31. overdr. vervallend (tot):; πολιὰς ἐπὶ χαίτας ἤδη π. ὤν al tot grijze haren vervallend Eur. Alc. 909; abs..; ζῇ... προπετής hij leeft nog, op het randje Soph. Tr. 976; geneigd tot, met prep. εἰς, ἐπί of πρός + acc., met inf.: προπετέστατος ἐγένετο τὴν δημοκρατίαν μεταστῆσαι hij was als geen ander bereid de democratie omver te werpen Xen. Hell. 2.3.30. overhaast, onbezonnen:; οἱ μὲν θρασεῖς προπετεῖς overmoedige mensen zijn onbezonnen Aristot. EN 1116a7; subst. τὸ προπετές gehaastheid. Hp. Med. 1.
}}
{{elru
|elrutext='''προπετής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[брошенный прочь]], [[отброшенный]] (sc. τὸ [[κάταγμα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[наклоненный вперед]], [[наклонный]] ([[βάδισις]] Arst.): ὁ αὐχὴν μὴ π., ἀλλ᾽ [[ὀρθός]] Xen. (конская) шея не опущенная, а крутая;<br /><b class="num">3)</b> [[склоняющийся]] (близкий) к концу: π. πολιὰς ἐπὶ χαίτας Eur. доживший до седых волос; ζῇ π. Soph. еще живой;<br /><b class="num">4)</b> [[склонный]], [[влекомый]] (ἐπί и εἴς τι Xen. или πρός τι Plat.): προπετέστατος ποιεῖν τι Xen. горящий желанием сделать что-л.;<br /><b class="num">5)</b> [[стремительный]], [[неудержимый]], [[необузданный]] (τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; [[γέλως]] Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.);<br /><b class="num">6)</b> [[опрометчивый]], [[необдуманный]] (μηδὲν προπετὲς πράσσειν NT).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''προπετής:''' -ές ([[προπεσεῖν]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που πέφτει προς τα [[εμπρός]], [[κατωφερής]], Λατ. [[proclivis]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ρίχνεται [[μακριά]], <i>κεῖται προπετὲς</i> (τὸ [[κάταγμα]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> κεκλιμένος, φθίνων στο [[σημείο]] του θανάτου, στον ίδ.· πρβλ. [[προνωπής]]·<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[σημείο]], <i>προπετὴς ἐπὶ πολιὰς χαίτας</i>, σε Ευρ. τύμβου προπετὴς [[παρθένος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έτοιμος]] για, [[επιρρεπής]] σ' ένα [[πράγμα]], [[ἐπί]] ή <i>εἴς τι</i>, σε Ξεν.· [[πρός]] τι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[παράτολμος]], [[βιαστικός]], εσπευσμένος, [[βίαιος]], σε Αισχίν.· ἡ προπετὴς [[ἀκρασία]], σε Αριστ.· λέγεται για κλήρο, τραβηγμένος στην [[τύχη]], σε Πίνδ.· λέγεται για πρόσωπα, <i>οἱ θρασεῖς προπετεῖς</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, προς τα [[εμπρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ορμητικά, βιαστικά, στον ίδ. κ.λπ.· [[προπετῶς]] ἔχειν, είμαι σε [[βιασύνη]], βιάζομαι, στον ίδ.
|lsmtext='''προπετής:''' -ές ([[προπεσεῖν]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που πέφτει προς τα [[εμπρός]], [[κατωφερής]], Λατ. [[proclivis]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ρίχνεται [[μακριά]], <i>κεῖται προπετὲς</i> (τὸ [[κάταγμα]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> κεκλιμένος, φθίνων στο [[σημείο]] του θανάτου, στον ίδ.· πρβλ. [[προνωπής]]·<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[σημείο]], <i>προπετὴς ἐπὶ πολιὰς χαίτας</i>, σε Ευρ. τύμβου προπετὴς [[παρθένος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έτοιμος]] για, [[επιρρεπής]] σ' ένα [[πράγμα]], [[ἐπί]] ή <i>εἴς τι</i>, σε Ξεν.· [[πρός]] τι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[παράτολμος]], [[βιαστικός]], εσπευσμένος, [[βίαιος]], σε Αισχίν.· ἡ προπετὴς [[ἀκρασία]], σε Αριστ.· λέγεται για κλήρο, τραβηγμένος στην [[τύχη]], σε Πίνδ.· λέγεται για πρόσωπα, <i>οἱ θρασεῖς προπετεῖς</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, προς τα [[εμπρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ορμητικά, βιαστικά, στον ίδ. κ.λπ.· [[προπετῶς]] ἔχειν, είμαι σε [[βιασύνη]], βιάζομαι, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προπετής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[брошенный прочь]], [[отброшенный]] (sc. τὸ [[κάταγμα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[наклоненный вперед]], [[наклонный]] ([[βάδισις]] Arst.): ὁ αὐχὴν μὴ π., ἀλλ᾽ [[ὀρθός]] Xen. (конская) шея не опущенная, а крутая;<br /><b class="num">3)</b> [[склоняющийся]] (близкий) к концу: π. πολιὰς ἐπὶ χαίτας Eur. доживший до седых волос; ζῇ π. Soph. еще живой;<br /><b class="num">4)</b> [[склонный]], [[влекомый]] (ἐπί и εἴς τι Xen. или πρός τι Plat.): προπετέστατος ποιεῖν τι Xen. горящий желанием сделать что-л.;<br /><b class="num">5)</b> [[стремительный]], [[неудержимый]], [[необузданный]] (τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; [[γέλως]] Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.);<br /><b class="num">6)</b> [[опрометчивый]], [[необдуманный]] (μηδὲν προπετὲς πράσσειν NT).
|lstext='''προπετής''': -ές, ([[προπίπτω]]) ὁ πίπτων ἢ κλίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, «τοὔμπροσθεν νενευκὼς» (Σουΐδ.), προέχων, προκύπτων, προνεύων, Λατ. prociduus proclivis, κεφαλὴ πρ. εἰς τοὔμπροσθεν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, πρβλ. 197Α· προπετέστεραι γένυες [[αὐτόθι]] 798· ὁ μὲν [[αὐχήν]]... μὴ πρ. πεφύκοι Ξεν. Ἱππ. 1, 8· πρ. ἂν ἐγίνετο ἡ [[βάδισις]] Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 14, 2· μὴ ὀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3, 5. 2) ἐρριμένος, κεῖται προπετὲς [τὸ [[κάταγμα]]], «ἐρριμένον καὶ προπεσὸν [[χαμαὶ]]» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 701· πρ. [[εἶναι]], γίγνεσθαι Ἱππ. Προγν. 37. 41, κτλ. 3) προκλινής, ἐν καταπτώσει εὑρισκόμενος, ἐγγίζων εἰς τὸν θάνατον, ζῇ γὰρ πρ. Σοφ. Τρ. 976, πρβλ. [[προνωπής]]· ἡ πρ. Μοῖρα, [[πρόωρος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1499 4) προεξέχων, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Πολυδ. Α΄, 189· γνάθοι, ὀφρῦς ὁ αὐτ. Δ΄, 68, 134. ΙΙ. μεταφορ., 1) ὁ ἐγγίζων εἴς τι, πρ. ἐπὶ πολιὰς χαίτας Εὐρ. Ἄλκ. 909· τύμβου προπετῆ παρθένον, «τὴν παρθένον προκειμένην τοῦ τύμβου» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 152. 2) ἐπιρρεπὴς εἴς τι, ἐπὶ ἢ εἴς τι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15., 6. 5, 14· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 792D· μετ’ ἀπαρεμφ., πρ. μεταστῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 30. 3) «[[κατακέφαλα]]», πρ. ἄγειν τινὰ Ἀριστ. Ρητ. 3. 9. 3. 4) [[ὁρμητικός]], [[αἰφνίδιος]], [[ῥιψοκίνδυνος]], [[ἀπερίσκεπτος]], [[βίαιος]], πρ. ἡδοναὶ σώματος Αἰσχίν. 27. 8· πρ. [[γέλως]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], Ἰσοκρ. 5Α· ἡ πρ. [[ἀκρασία]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 7, 8· [[ἐφήμερον]] δὲ καὶ προπετῆ βίον, ὑποκείμενον εἰς κινδύνους, Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2· πρ. [[γλῶσσα]] Ἀλκίφρων 3. 57· ἐπὶ κλήρου τυχαίως ἐκτιναχθέντος, [[κλᾶρος]] προπετὴς Πινδ. Ν. 6. 107. β) ἐπὶ προσώπων, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 7. 12· τὰ [[θήλεα]]... [τῶν ἀρρένων] προπετέστερα ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5· μανικὸς καὶ πρ. ἐπὶ τῶν κινδύνων Θεοπόμπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 435Β· οἱ προπετεῖς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 13, 5· οἱ γλώσσῃ προπετεῖς Ἀνθ. Πλαν. 89· τὸ προπετὲς = [[προπέτεια]], Ἱππ. 19. 16, κτλ. 5) ἁρμονίαι προπετεῖς, ῥέοντες ῥυθμοί, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 40. 6) ὡς ἰατρικὸς ὅρος, ὁ ὑποκείμενος εἰς διάρροιαν, Ἀθήν. 584D. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς, πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. εἰς τὸ κάταντες φέρεσθαι Ξεν. Ἱππ. 8, 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 145. 2) [[προπετῶς]], μετὰ σπουδῆς, πρ. φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα Ξεν. Ἱέρων 7, 2· πρ. [[ταχύγλωσσος]] Ἱππ. 1136F· πρ. ἐπερέσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· ἀποκρίνεσθαι, ἀποφαίνεσθαι, κτλ., Πλάτ. Φίληβ. 45Α, Ἰσοκρ. 290Α, κτλ.· πρ. ἔχειν, εἶμαι [[προπετής]], [[ὁρμητικός]], [[ἀπερίσκεπτος]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· μηδέν... πράξῃς πρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 25· προπετέστερον χρῆσθαί τινι Πολύβ. 3. 102, 11. ― Περὶ τοῦ [[προπετής]], [[προπέτεια]] καὶ προπετεύεσθαι ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 292-97, 298, 30, 862.
}}
{{elnl
|elnltext=προπετής -ές [προπίπτω] Ion. adv. προπετέως voorover vallend, voorover hangend, voorover gevallen; van pers..; εἰ δὲ καὶ προπετὴς γένοιτο als (de patiënt) ook nog voorover valt Hp. Prog. 3; ἐπιδεῖν τύμβου προπετῆ... παρθένον je dochter zien, voorover gevallen op het graf Eur. Hec. 150; van zaken; πέφυκε... ἐς τοὔμπροσθεν προπετής (de kop van de arm) is van nature voorwaarts gebogen Hp. Art. 1; τοιόνδε κεῖται προπετές zo lag het dan op de grond Soph. Tr. 701; overdr.. προπετῆ ἄγει τὸν ἀκροατήν (die stijl) sleept de toehoorder halsoverkop mee Aristot. Rh. 1409b31. overdr. vervallend (tot):; πολιὰς ἐπὶ χαίτας ἤδη π. ὤν al tot grijze haren vervallend Eur. Alc. 909; abs..; ζῇ... προπετής hij leeft nog, op het randje Soph. Tr. 976; geneigd tot, met prep. εἰς, ἐπί of πρός + acc., met inf.: προπετέστατος ἐγένετο τὴν δημοκρατίαν μεταστῆσαι hij was als geen ander bereid de democratie omver te werpen Xen. Hell. 2.3.30. overhaast, onbezonnen:; οἱ μὲν θρασεῖς προπετεῖς overmoedige mensen zijn onbezonnen Aristot. EN 1116a7; subst. τὸ προπετές gehaastheid. Hp. Med. 1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj