Anonymous

προφητεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>impf.</i> προεφήτευον <i>ou mieux</i> ἐπροφήτευον, <i>ao.</i> [[προεφήτευσα]] <i>ou mieux</i> ἐπροφήτευσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. pf.</i> προπεφήτευμαι <i>ou mieux</i> πεπροφήτευμαι;<br />être interprète d'un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[προφήτης]].
|btext=<i>impf.</i> προεφήτευον <i>ou mieux</i> ἐπροφήτευον, <i>ao.</i> [[προεφήτευσα]] <i>ou mieux</i> ἐπροφήτευσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. pf.</i> προπεφήτευμαι <i>ou mieux</i> πεπροφήτευμαι;<br />être interprète d'un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[προφήτης]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προφητεύω''': Δωρ. προφᾱτ-· μέλλ. -εύσω Πινδ. Ἀποσπ. 118, Εὐρ. Ἴων 369· - ἐν τῷ παρατ. καὶ ἀορ. α΄ αἱ συνήθεις ἐκδόσεις τῶν Ἑβδ. καὶ τῆς Καιν. Διαθ. θέτουσι τὴν αὔξησιν μετὰ τὴν πρόθεσιν, προεφήτευον, -φήτευσα, [[ὡσεὶ]] ὑπῆρχε [[ῥῆμα]] φητεύω (οὕτω προπεφητεῦσθαι ἀντὶ πεπροφητεῦσθαι, Κλήμ. Ἀλ. 604, προεπεφήτευτο Ἰουστῖν. Μ. 1. 35)· ἀλλ’ οἱ ὀρθοὶ τύποι ἐπροφήτευον, ἐπροφήτευσα εἰσήχθησαν κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Βατ. καὶ ἄλλων δοκίμων Ἀντιγράφων. Εἶμαι [[προφήτης]] ἢ ἑρμηνευτὴς τοῦ θελήματος τῶν θεῶν, μαντεύεο, [[Μοῖσα]], προφατεύσω δ’ ἐγὼ Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τίς προφητεύει θεοῦ; τίς ἑρμηνεύει τὴν θέλησιν [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Ἴων. 413· οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ Ἡρόδ. 7. 111· τὰ θεῖα καταλαβοῦσα τοῖς τε ἀνθρώποις προφητεύουσα Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 2· οὒ [μαντείου] προειστήκει προφητεύων Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 33, πρβλ. Πλουτ. 2. 412Β· τὰ θεῖα… τοῖς ἀνθρώποις πρ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 2· οὐκ ἔστιν [[ὅστις]] σοι προφητεύσει τάδε, θά σοι δώσῃ ταύτην τὴν μαντικὴν συμβουλήν, Εὐρ. Ἴων 369· ἡ [[μανία]]προφητεύσασα, μετὰ μαντικῆς δυνάμεως, Πλάτ. Φαῖδρ. 244D. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., [[ἑρμηνεύω]] τὴν Γραφὴν ἢ ὁμιλῶ καὶ [[κηρύσσω]] ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 67, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 51, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 17, ιθ΄, 6, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ια΄, 4, ιγ΄, 9, κ. ἀλλ.
|elnltext=προφητεύω of προφητίζω [προφήτης] profeet zijn (van): met gen..; π. θεοῦ profeet van de god zijn Eur. Ion 413; οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ de profeten van het heiligdom Hdt. 7.111.2; profeteren. NT.
}}
{{elru
|elrutext='''προφητεύω:''' (fut. προφητεύσω - дор. [[προφατεύσω|προφᾱτεύσω]])<br /><b class="num">1)</b> [[быть истолкователем воли богов]] . θεοῦ Eur.; π. τὰ [[θεῖα]] τοῖς ἀνθρώποις Arst.): οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ Her. истолкователи прорицаний при храме;<br /><b class="num">2)</b> [[пророчествовать]], [[прорицать]] NT: ἡ [[μανία]] προφητεύσασα Plat. пророческое исступление;<br /><b class="num">3)</b> [[обладать пророческим даром]] NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''προφητεύω:''' Δωρ. προφᾱτ-· μέλ. <i>-εύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπροφήτευσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[ερμηνευτής]] του θελήματος των θεών, <i>μαντεύεο</i>, [[Μοῖσα]], προφατεύσω δ' [[ἐγώ]], σε Πίνδ.· τίς προφητεύει θεοῦ; [[ποιος]] ερμηνεύει τη θέλησή του; σε Ευρ.· ὅστιςσοι προφητεύσει [[τάδε]], θα [[σου]] δώσει αυτή τη [[μαντική]] [[συμβουλή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Κ.Δ., [[ερμηνεύω]] τη Γραφή, [[μιλώ]] και [[κηρύσσω]] υπό την [[επίδραση]] του Αγίου Πνεύματος.
|lsmtext='''προφητεύω:''' Δωρ. προφᾱτ-· μέλ. <i>-εύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπροφήτευσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[ερμηνευτής]] του θελήματος των θεών, <i>μαντεύεο</i>, [[Μοῖσα]], προφατεύσω δ' [[ἐγώ]], σε Πίνδ.· τίς προφητεύει θεοῦ; [[ποιος]] ερμηνεύει τη θέλησή του; σε Ευρ.· ὅστιςσοι προφητεύσει [[τάδε]], θα [[σου]] δώσει αυτή τη [[μαντική]] [[συμβουλή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Κ.Δ., [[ερμηνεύω]] τη Γραφή, [[μιλώ]] και [[κηρύσσω]] υπό την [[επίδραση]] του Αγίου Πνεύματος.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προφητεύω:''' (fut. προφητεύσω - дор. [[προφατεύσω|προφᾱτεύσω]])<br /><b class="num">1)</b> [[быть истолкователем воли богов]] . θεοῦ Eur.; π. τὰ [[θεῖα]] τοῖς ἀνθρώποις Arst.): οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ Her. истолкователи прорицаний при храме;<br /><b class="num">2)</b> [[пророчествовать]], [[прорицать]] NT: ἡ [[μανία]] προφητεύσασα Plat. пророческое исступление;<br /><b class="num">3)</b> [[обладать пророческим даром]] NT.
|lstext='''προφητεύω''': Δωρ. προφᾱτ-· μέλλ. -εύσω Πινδ. Ἀποσπ. 118, Εὐρ. Ἴων 369· - ἐν τῷ παρατ. καὶ ἀορ. α΄ αἱ συνήθεις ἐκδόσεις τῶν Ἑβδ. καὶ τῆς Καιν. Διαθ. θέτουσι τὴν αὔξησιν μετὰ τὴν πρόθεσιν, προεφήτευον, -φήτευσα, [[ὡσεὶ]] ὑπῆρχε [[ῥῆμα]] φητεύω (οὕτω προπεφητεῦσθαι ἀντὶ πεπροφητεῦσθαι, Κλήμ. Ἀλ. 604, προεπεφήτευτο Ἰουστῖν. Μ. 1. 35)· ἀλλ’ οἱ ὀρθοὶ τύποι ἐπροφήτευον, ἐπροφήτευσα εἰσήχθησαν κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Βατ. καὶ ἄλλων δοκίμων Ἀντιγράφων. Εἶμαι [[προφήτης]] ἢ ἑρμηνευτὴς τοῦ θελήματος τῶν θεῶν, μαντεύεο, [[Μοῖσα]], προφατεύσω δ’ ἐγὼ Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τίς προφητεύει θεοῦ; τίς ἑρμηνεύει τὴν θέλησιν [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Ἴων. 413· οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ Ἡρόδ. 7. 111· τὰ θεῖα καταλαβοῦσα τοῖς τε ἀνθρώποις προφητεύουσα Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 2· οὒ [μαντείου] προειστήκει προφητεύων Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 33, πρβλ. Πλουτ. 2. 412Β· τὰ θεῖα… τοῖς ἀνθρώποις πρ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 2· οὐκ ἔστιν [[ὅστις]] σοι προφητεύσει τάδε, θά σοι δώσῃ ταύτην τὴν μαντικὴν συμβουλήν, Εὐρ. Ἴων 369· ἡ [[μανία]]προφητεύσασα, μετὰ μαντικῆς δυνάμεως, Πλάτ. Φαῖδρ. 244D. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., [[ἑρμηνεύω]] τὴν Γραφὴν ἢ ὁμιλῶ καὶ [[κηρύσσω]] ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 67, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 51, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 17, ιθ΄, 6, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ια΄, 4, ιγ΄, 9, κ. ἀλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=προφητεύω of προφητίζω [προφήτης] profeet zijn (van): met gen..; π. θεοῦ profeet van de god zijn Eur. Ion 413; οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ de profeten van het heiligdom Hdt. 7.111.2; profeteren. NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj