Anonymous

πῶρος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pierre poreuse (pôros);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> toute concrétion, callosité, cal.<br />'''Étymologie:''' R. Περ, passer ; v. [[περάω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pierre poreuse (pôros);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> toute concrétion, callosité, cal.<br />'''Étymologie:''' R. Περ, passer ; v. [[περάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πῶρος''': , Λατ. tophus, Ἰταλ. tufa, κατὰ τὸν Θεόφρ., π. Λίθ. 7, 1, ᾧ ἀκολουθεῖ ὁ Πλίνιος, 36. 28, [[εἶναι]] [[εἶδος]] μαρμάρου ὁμοίου πρὸς τὸ Πάριον κατὰ τὸ [[χρῶμα]] καὶ τὴν πυκνότητα, ἀλλ’ ἐλαφροτέρου, κοινῶς πωρί· καλεῖται δὲ [[πώρινος]] [[λίθος]] ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 5. 62, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 429, πρβλ. Siebel. εἰς Παυσ. 5. 10, 2., 6. 19, 1. 2) σταλακτίτης ἐντὸς σπηλαίων, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 10. 14. 3) [[πωρώδης]] [[σύστασις]] ἐπὶ τῶν ὀστῶν, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ἀρθρώσεων, τῶν πασχόντων ἐξ ἀρθρίτιδος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 9, Διοσκ. 5. 108, κτλ.· πρβλ. [[ἐξόστωσις]]. 4) [[λίθος]] ἐν τῇ οὐροδόχῳ κύστει, Ἱππ. 230. 55, παρ’ αὐτῷ δὲ εὕρηται καὶ τὸ ὑποκορ. πωρίδιον, τό. 5) ὕλη [[πωρώδης]] ἐξερχομένη ἐκ τεθραυσμένων ὀστῶν καὶ χρησιμεύουσα πρὸς σύνδεσιν τῶν διερρωγότων μερῶν, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 36. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[πῶρος]], [[ἀπολίθωσις]] ὑγρῶν».
|elnltext=πῶρος -ου, ὁ niersteen, gruis.
}}
{{elru
|elrutext='''πῶρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> туф, по по друг. сталактит Arst.;<br /><b class="num">2)</b> мед. [[известковое отложение]] (ἐκ τοῦ πυοῦ π. γίνεται Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πῶρος:''' ὁ, Λατ. [[tophus]], Ιταλ. [[tufa]], είδος μαρμάρου· ο [[πώρινος]] [[λίθος]] του Ηροδ.
|lsmtext='''πῶρος:''' ὁ, Λατ. [[tophus]], Ιταλ. [[tufa]], είδος μαρμάρου· ο [[πώρινος]] [[λίθος]] του Ηροδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πῶρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> туф, по по друг. сталактит Arst.;<br /><b class="num">2)</b> мед. [[известковое отложение]] (ἐκ τοῦ πυοῦ π. γίνεται Arst.).
|lstext='''πῶρος''': , Λατ. tophus, Ἰταλ. tufa, κατὰ τὸν Θεόφρ., π. Λίθ. 7, 1, ᾧ ἀκολουθεῖ ὁ Πλίνιος, 36. 28, [[εἶναι]] [[εἶδος]] μαρμάρου ὁμοίου πρὸς τὸ Πάριον κατὰ τὸ [[χρῶμα]] καὶ τὴν πυκνότητα, ἀλλ’ ἐλαφροτέρου, κοινῶς πωρί· καλεῖται δὲ [[πώρινος]] [[λίθος]] ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 5. 62, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 429, πρβλ. Siebel. εἰς Παυσ. 5. 10, 2., 6. 19, 1. 2) σταλακτίτης ἐντὸς σπηλαίων, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 10. 14. 3) [[πωρώδης]] [[σύστασις]] ἐπὶ τῶν ὀστῶν, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ἀρθρώσεων, τῶν πασχόντων ἐξ ἀρθρίτιδος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 9, Διοσκ. 5. 108, κτλ.· πρβλ. [[ἐξόστωσις]]. 4) [[λίθος]] ἐν τῇ οὐροδόχῳ κύστει, Ἱππ. 230. 55, παρ’ αὐτῷ δὲ εὕρηται καὶ τὸ ὑποκορ. πωρίδιον, τό. 5) ὕλη [[πωρώδης]] ἐξερχομένη ἐκ τεθραυσμένων ὀστῶν καὶ χρησιμεύουσα πρὸς σύνδεσιν τῶν διερρωγότων μερῶν, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 36. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[πῶρος]], [[ἀπολίθωσις]] ὑγρῶν».
}}
{{elnl
|elnltext=πῶρος -ου, ὁ niersteen, gruis.
}}
}}
{{etym
{{etym