Anonymous

σθένος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> force physique, vigueur ; <i>périphr.</i> [[σθένος]] Ἰδομενῆος IL, Ὠρίωνος IL la force d'Idoménée, d'Orion, <i>càd</i> Idoménée, Orion (<i>cf.</i> [[βίη]], [[ἴς]], [[μένος]]);<br /><b>2</b> force, puissance (de la nécessité, de la vérité);<br /><b>3</b> force provenant des ressources, de la quantité, de l'abondance ; <i>d'où en parl. d'hommes</i> une force, des forces, une armée (<i>cf.</i> [[δύναμις]]).<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; v. [[ἵστημι]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> force physique, vigueur ; <i>périphr.</i> [[σθένος]] Ἰδομενῆος IL, Ὠρίωνος IL la force d'Idoménée, d'Orion, <i>càd</i> Idoménée, Orion (<i>cf.</i> [[βίη]], [[ἴς]], [[μένος]]);<br /><b>2</b> force, puissance (de la nécessité, de la vérité);<br /><b>3</b> force provenant des ressources, de la quantité, de l'abondance ; <i>d'où en parl. d'hommes</i> une force, des forces, une armée (<i>cf.</i> [[δύναμις]]).<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; v. [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σθένος''': -εος, τό, [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], [[μάλιστα]] δὲ σωματικὴ [[ῥώμη]], πρῶτον ἐν τῇ Ἰλ., [[ἔνθα]] [[εἶναι]] [[λίαν]] συχνόν, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῇ Ὀδ.· κάρτεΐ τε σθένεΐ τε Ἰλ. Ρ. 329· ἀλκῆς καὶ σθένεος [[αὐτόθι]] 499· χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει Υ. 361· οὕτω, ποδῶν χερῶν τε σθ. Πινδ. Ν. 10. 90· ἀντίθετον τῷ [[φρήν]], ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 39· γνῶμαι πλέον κρατοῦσιν ἢ χειρῶν σθ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 676· ― μετ’ ἀπαρεμφ., σθ. πολεμίζειν, ἰσχὺς πρὸς πόλεμον, Ἰλ. Β. 451· σθ. ποιεῖν εὖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 87· σθ. [[ὥστε]] καθελεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 66· ― σπανιώτερον ἐπὶ τῆς ἰσχύος ἢ ὀρμῆς πραγμάτων, [[οἷον]] ῥεύματος ὕδατος, Ἰλ. Ρ. 751· οὕτω, σθ. ἀελίου Πινδ. Π. 4. 256· [[σθένος]] ἔμαρψαν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 20· ― σθένει, διὰ τῆς βίας, Σοφ. Ο. Κ. 842, Εὐρ. Βάκχ. 953· λόγῳ τε καὶ σθένει, μὲ λόγον καὶ μὲ δύναμιν σωματικήν, Σοφ. Ο. Κ. 68· [[οὕτως]], ὑπὸ σθένους Εὐρ. Βάκχ. 1127· παντὶ σθένει, μὲ ὅλην τὴν δύναμιν, Θουκ. 5. 23, Πλάτ. Νόμ. 646Α, κτλ., ― ἡ μόνη [[φράσις]], ἐν ᾗ οἱ πεζογράφοι μεταχειρίζονται τὴν λέξιν· ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2) [[μετέπειτα]], [[ἰσχύς]], [[κράτος]], [[δύναμις]] παντὸς εἴδους ἠθική τε καὶ φυσική, ἀνάγκης Αἰσχύλ. Ἡρ. 105· τῆς ἀληθείας Σοφ. Ο. Τ. 369· ἀγγέλων σθ., ἡ [[δύναμις]] ἢ τὸ κῦρος αὐτῶν, Αἰσχύλ. Χο. 849· μετὰ γενικ. τοῦ ἀντικειμένου, ἀγωνίας σθ., ἰσχὺς πρὸς ἅμιλλαν, πρὸς ἀγῶνα, Πινδ. Π. 5. 151· εἰ σθ. λάβοιμι, ἐὰν εἶχον ἀρκετὴν δύναμιν, Σοφ. Ἠλ. 333, πρβλ. 348· κτλ. ΙΙ. στρατιωτικὴ [[δύναμις]], [[στράτευμα]], ὡς τὸ [[δύναμις]], Ἰλ. Σ. 274· ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι σθ. Σοφ. Αἴ. 438. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. vis, ἀντὶ τοῦ copia, [[ἀφθονία]], [[δαψίλεια]], σθ. πλούτου Πινδ. Ι. 3. 3· ὕδατος, νιφετοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 77, Ἀποσπ. 74. 8. ΙΙΙ. ἐν περιφράσει ὡς τὰ βίη, ἴς, [[μένος]], [[οἷον]], [[σθένος]] Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος κτλ., ὁ Ἰδομενεὺς [[αὐτός]], ὁ [[Ὠρίων]] κτλ., Ἰλ. Ν. 248, Σ. 486, Ἡσίοδ., κλ.· σθ. ἵππων, ἵππιον ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 97, Πινδ. Π. 2. 22· κτλ.· ― τὸ παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 267C, Χαλκηδονίου σθ. [[εἶναι]] εἰρωνικόν. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σθένος]]· [[δύναμις]], βία, [[ἰσχύς]]».
|elnltext=σθένος -εος, contr. -ους, τό vooral poët., (lichaams-)kracht, macht:; τὸ τῆς ἀνάγκης... σθένος de macht van het noodlot Aeschl. PV 105; παντὶ σθένει uit alle macht Thuc. 5.23.3; concr. legermacht; Il. 18.274; ter omschrijving van pers..; σ. Ὠρίωνος (de krachtige) Orion Il. 18.486; met inf. vermogen tot, om:; σθένος πολεμίζειν vermogen om oorlog te voeren Il. 2.451; overdr. massa. Pind.
}}
{{elru
|elrutext='''σθένος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[сила]], [[мощь]] (ἀλκὴ καὶ σ. Hom.; τὸ τῆς ἀνάγκης σ. Aesch.; λόγῳ τε καὶ σθένει Soph.): σ. πολεμίζειν Hom. боевая мощь; σθένει и ὑπὸ σθένους Soph., Eur. силой, насильно;<br /><b class="num">2)</b> [[вес]], [[вескость]] (τῆς ἀληθείας Soph.; ἀγγέλων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> (вооруженные), [[силы]], [[войска]], Hom., Soph.;<br /><b class="num">4)</b> [[огромное количество]], [[множество]] (πλούτου, [[ὕδατος]] Pind.);<br /><b class="num">5)</b> (описательно): σ. Ἰδομενῆος Hom. могучий Идоменей; Χαλκηδονίου σ. Plat. могущественный халкедонец, т. е. Трасимах.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''σθένος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δύναμη]], [[ισχύς]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· με απαρ., [[σθένος]] πολεμίζειν, πολεμική [[ισχύς]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[σθένος]] [[ὥστε]] [[καθελεῖν]], σε Ευρ.· <i>σθένει</i>, με [[δύναμη]], ισχυρά, σε Σοφ.· <i>λόγῳ τε καὶ σθένει</i>, τόσο με το [[δίκαιο]] όσο και με την [[πυγμή]], στον ίδ.· ομοίως, <i>ὑπὸ σθένους</i>, σε Ευρ.· <i>παντὶ σθένει</i>, με όλες τις δυνάμεις που διαθέτει [[κάποιος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[δύναμη]], [[ρώμη]] [[κάθε]] είδους, τόσο [[ηθική]] όσο και σωματική, [[σθένος]] τῆς ἀληθείας, σε Σοφ.· ἀγγέλων [[σθένος]], η [[δύναμη]] ή το [[κύρος]] τους, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στρατιωτική [[ισχύς]], [[δύναμη]], [[υπεροχή]] σε ετοιμοπόλεμους άντρες, όπως το [[δύναμις]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το Λατ. [[vis]] αντί cobia, [[αφθονία]].<br /><b class="num">III.</b> περιφραστικά όπως τα [[βίη]], <i>ἴς</i>, [[μένος]], δηλ. [[σθένος]] Ἰδομενῆος, <i>Ὠρίονος</i>, αντί για τους ίδιους τους Ιδομενέα, Ωρίωνα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''σθένος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δύναμη]], [[ισχύς]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· με απαρ., [[σθένος]] πολεμίζειν, πολεμική [[ισχύς]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[σθένος]] [[ὥστε]] [[καθελεῖν]], σε Ευρ.· <i>σθένει</i>, με [[δύναμη]], ισχυρά, σε Σοφ.· <i>λόγῳ τε καὶ σθένει</i>, τόσο με το [[δίκαιο]] όσο και με την [[πυγμή]], στον ίδ.· ομοίως, <i>ὑπὸ σθένους</i>, σε Ευρ.· <i>παντὶ σθένει</i>, με όλες τις δυνάμεις που διαθέτει [[κάποιος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[δύναμη]], [[ρώμη]] [[κάθε]] είδους, τόσο [[ηθική]] όσο και σωματική, [[σθένος]] τῆς ἀληθείας, σε Σοφ.· ἀγγέλων [[σθένος]], η [[δύναμη]] ή το [[κύρος]] τους, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στρατιωτική [[ισχύς]], [[δύναμη]], [[υπεροχή]] σε ετοιμοπόλεμους άντρες, όπως το [[δύναμις]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το Λατ. [[vis]] αντί cobia, [[αφθονία]].<br /><b class="num">III.</b> περιφραστικά όπως τα [[βίη]], <i>ἴς</i>, [[μένος]], δηλ. [[σθένος]] Ἰδομενῆος, <i>Ὠρίονος</i>, αντί για τους ίδιους τους Ιδομενέα, Ωρίωνα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σθένος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[сила]], [[мощь]] (ἀλκὴ καὶ σ. Hom.; τὸ τῆς ἀνάγκης σ. Aesch.; λόγῳ τε καὶ σθένει Soph.): σ. πολεμίζειν Hom. боевая мощь; σθένει и ὑπὸ σθένους Soph., Eur. силой, насильно;<br /><b class="num">2)</b> [[вес]], [[вескость]] (τῆς ἀληθείας Soph.; ἀγγέλων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> (вооруженные), [[силы]], [[войска]], Hom., Soph.;<br /><b class="num">4)</b> [[огромное количество]], [[множество]] (πλούτου, [[ὕδατος]] Pind.);<br /><b class="num">5)</b> (описательно): σ. Ἰδομενῆος Hom. могучий Идоменей; Χαλκηδονίου σ. Plat. могущественный халкедонец, т. е. Трасимах.
|lstext='''σθένος''': -εος, τό, [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], [[μάλιστα]] δὲ σωματικὴ [[ῥώμη]], πρῶτον ἐν τῇ Ἰλ., [[ἔνθα]] [[εἶναι]] [[λίαν]] συχνόν, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῇ Ὀδ.· κάρτεΐ τε σθένεΐ τε Ἰλ. Ρ. 329· ἀλκῆς καὶ σθένεος [[αὐτόθι]] 499· χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει Υ. 361· οὕτω, ποδῶν χερῶν τε σθ. Πινδ. Ν. 10. 90· ἀντίθετον τῷ [[φρήν]], ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 39· γνῶμαι πλέον κρατοῦσιν ἢ χειρῶν σθ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 676· ― μετ’ ἀπαρεμφ., σθ. πολεμίζειν, ἰσχὺς πρὸς πόλεμον, Ἰλ. Β. 451· σθ. ποιεῖν εὖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 87· σθ. [[ὥστε]] καθελεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 66· ― σπανιώτερον ἐπὶ τῆς ἰσχύος ἢ ὀρμῆς πραγμάτων, [[οἷον]] ῥεύματος ὕδατος, Ἰλ. Ρ. 751· οὕτω, σθ. ἀελίου Πινδ. Π. 4. 256· [[σθένος]] ἔμαρψαν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 20· ― σθένει, διὰ τῆς βίας, Σοφ. Ο. Κ. 842, Εὐρ. Βάκχ. 953· λόγῳ τε καὶ σθένει, μὲ λόγον καὶ μὲ δύναμιν σωματικήν, Σοφ. Ο. Κ. 68· [[οὕτως]], ὑπὸ σθένους Εὐρ. Βάκχ. 1127· παντὶ σθένει, μὲ ὅλην τὴν δύναμιν, Θουκ. 5. 23, Πλάτ. Νόμ. 646Α, κτλ., ― ἡ μόνη [[φράσις]], ἐν ᾗ οἱ πεζογράφοι μεταχειρίζονται τὴν λέξιν· ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2) [[μετέπειτα]], [[ἰσχύς]], [[κράτος]], [[δύναμις]] παντὸς εἴδους ἠθική τε καὶ φυσική, ἀνάγκης Αἰσχύλ. Ἡρ. 105· τῆς ἀληθείας Σοφ. Ο. Τ. 369· ἀγγέλων σθ., [[δύναμις]] ἢ τὸ κῦρος αὐτῶν, Αἰσχύλ. Χο. 849· μετὰ γενικ. τοῦ ἀντικειμένου, ἀγωνίας σθ., ἰσχὺς πρὸς ἅμιλλαν, πρὸς ἀγῶνα, Πινδ. Π. 5. 151· εἰ σθ. λάβοιμι, ἐὰν εἶχον ἀρκετὴν δύναμιν, Σοφ. Ἠλ. 333, πρβλ. 348· κτλ. ΙΙ. στρατιωτικὴ [[δύναμις]], [[στράτευμα]], ὡς τὸ [[δύναμις]], Ἰλ. Σ. 274· ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι σθ. Σοφ. Αἴ. 438. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. vis, ἀντὶ τοῦ copia, [[ἀφθονία]], [[δαψίλεια]], σθ. πλούτου Πινδ. Ι. 3. 3· ὕδατος, νιφετοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 77, Ἀποσπ. 74. 8. ΙΙΙ. ἐν περιφράσει ὡς τὰ βίη, ἴς, [[μένος]], [[οἷον]], [[σθένος]] Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος κτλ., ὁ Ἰδομενεὺς [[αὐτός]], ὁ [[Ὠρίων]] κτλ., Ἰλ. Ν. 248, Σ. 486, Ἡσίοδ., κλ.· σθ. ἵππων, ἵππιον ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 97, Πινδ. Π. 2. 22· κτλ.· ― τὸ παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 267C, Χαλκηδονίου σθ. [[εἶναι]] εἰρωνικόν. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σθένος]]· [[δύναμις]], βία, [[ἰσχύς]]».
}}
{{elnl
|elnltext=σθένος -εος, contr. -ους, τό vooral poët., (lichaams-)kracht, macht:; τὸ τῆς ἀνάγκης... σθένος de macht van het noodlot Aeschl. PV 105; παντὶ σθένει uit alle macht Thuc. 5.23.3; concr. legermacht; Il. 18.274; ter omschrijving van pers..; σ. Ὠρίωνος (de krachtige) Orion Il. 18.486; met inf. vermogen tot, om:; σθένος πολεμίζειν vermogen om oorlog te voeren Il. 2.451; overdr. massa. Pind.
}}
}}
{{etym
{{etym