3,273,733
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=α, ον :<br /><i>contr. att.</i> [[σιδηροῦς]];<br /><b>I.</b> de fer : χεὶρ σιδηρᾶ THC grappin de fer ; [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]] OD le ciel de fer <i>(les anciens Grecs supposant que la voûte du ciel était métallique)</i> ; [[οἱ]] σιδάρεοι, monnaie de fer byzantine;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> dur comme le fer ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> sec, raide;<br /><b>2</b> dur, cruel, inflexible;<br /><b>3</b> <i>en b. part</i> ferme, indomptable.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]]. | |btext=α, ον :<br /><i>contr. att.</i> [[σιδηροῦς]];<br /><b>I.</b> de fer : χεὶρ σιδηρᾶ THC grappin de fer ; [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]] OD le ciel de fer <i>(les anciens Grecs supposant que la voûte du ciel était métallique)</i> ; [[οἱ]] σιδάρεοι, monnaie de fer byzantine;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> dur comme le fer ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> sec, raide;<br /><b>2</b> dur, cruel, inflexible;<br /><b>3</b> <i>en b. part</i> ferme, indomptable.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σιδήρεος Ion. voor σιδηροῦς. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδήρεος:''' дор. σῐδάρεος, стяж. [[σιδηροῦς|σῐδηροῦς]] 3 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[железный]] ([[ἄξων]] Hom.): χεὶρ σιδηρᾶ Thuc. железный крюк;<br /><b class="num">2)</b> [[твердый как железо]], [[непреклонный]] ([[κραδίη]] Hom.; [[ἀνήρ]] Arph.; λόγοι Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 37: | Line 40: | ||
|lsmtext='''σῐδήρεος:''' -α, -ον, Ιων. -η, -ον, Επικ. [[σιδήρειος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, Αττ. συνηρ. [[σιδηροῦς]], <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, Δωρ. [[σιδάρεος]], <i>-ειος</i> ([[σίδηρος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο ή [[ατσάλι]], [[σιδερένιος]], Λατ. [[ferreus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>χεὶρ σιδηρᾶ</i>, σιδερένια [[αρπάγη]], [[λαβή]], σε Θουκ.· [[σιδήρειος]] [[ὀρυμαγδός]], δηλ. η [[κλαγγή]] των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]], [[σιδερένιος]] [[ουρανός]], δηλ. το [[στερέωμα]], το οποίο θεωρείτο από τους αρχαίους ότι ήταν από [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[σιδήρεος]] ἐν φρεσὶ [[θυμός]], [[καρδιά]] από [[σίδερο]], δηλ. σκληρή σαν από [[σίδερο]], σε Όμηρ.· οἱ [[κραδίη]] σιδερέη, σε Ομήρ. Οδ.· [[σοί]] γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, είσαι [[ολόκληρος]] φτιαγμένος από [[σίδερο]]! στο ίδ.· λέγεται για τον Ηρακλή, αυτός που έχει [[πλευρά]] από [[σίδερο]], σε Σιμων.· <i>ὦ σιδήρεοι</i>, ω εσείς, σκληρόκαρδοι! σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιδάρεοι</i>, <i>οἱ</i>, [[νόμισμα]] της περιοχής του Βυζαντίου από σίδηρο, [[πάντοτε]] σε Δωρ. τύπο, [[ακόμη]] και στην Αθήνα, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σῐδήρεος:''' -α, -ον, Ιων. -η, -ον, Επικ. [[σιδήρειος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, Αττ. συνηρ. [[σιδηροῦς]], <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, Δωρ. [[σιδάρεος]], <i>-ειος</i> ([[σίδηρος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο ή [[ατσάλι]], [[σιδερένιος]], Λατ. [[ferreus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>χεὶρ σιδηρᾶ</i>, σιδερένια [[αρπάγη]], [[λαβή]], σε Θουκ.· [[σιδήρειος]] [[ὀρυμαγδός]], δηλ. η [[κλαγγή]] των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]], [[σιδερένιος]] [[ουρανός]], δηλ. το [[στερέωμα]], το οποίο θεωρείτο από τους αρχαίους ότι ήταν από [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[σιδήρεος]] ἐν φρεσὶ [[θυμός]], [[καρδιά]] από [[σίδερο]], δηλ. σκληρή σαν από [[σίδερο]], σε Όμηρ.· οἱ [[κραδίη]] σιδερέη, σε Ομήρ. Οδ.· [[σοί]] γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, είσαι [[ολόκληρος]] φτιαγμένος από [[σίδερο]]! στο ίδ.· λέγεται για τον Ηρακλή, αυτός που έχει [[πλευρά]] από [[σίδερο]], σε Σιμων.· <i>ὦ σιδήρεοι</i>, ω εσείς, σκληρόκαρδοι! σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιδάρεοι</i>, <i>οἱ</i>, [[νόμισμα]] της περιοχής του Βυζαντίου από σίδηρο, [[πάντοτε]] σε Δωρ. τύπο, [[ακόμη]] και στην Αθήνα, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σῐδήρεος''': α, Ἰων. καὶ Ἐπικ. η, ον, Ἀττ. [[σιδηροῦς]], ᾶ, οῦν, (πρβλ. [[χάλκεος]], -οῦς, [[χρύσεος]], -οῦς)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θεογνώστ. Καν. 56· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] σιδήριος, η, ον, αιος Κύριλλ.· Δωρ. σιδάρεος, -ειος, Αἰολ. σιδάριος Ahr. D. Aeol. § 12. 4 ([[σίδηρος]])· - ὁ ἐκ σιδήρου ἢ χάλυβος πεποιημένος, [[σιδηροῦς]], Λατ. ferreus, Ὅμηρ., κλπ.· [[σιδήρεος]] [[ἄξων]] Ἰλ. Ε. 723· σιδηρείη [[κορύνη]] Ξ. 141· σιδήρειαι πύλαι Θ. 15· [[ὑποκρητηρίδιον]] Ἡρόδ. 1. 25· [[σκύταλον]] Θεόκρ. 17. 31· χεὶρ σιδηρᾶ, [[σίδηρος]] πεποιημένος ἐν εἴδει χειρός, [[ὅπως]] ἁρπάζῃ, [[ἁρπάγη]], Θουκ. 4, 25., 7. 62· - [[ὡσαύτως]], σιδήριος δ’ [[ὀρυμαγδός]], ὁ τῶν ὅπλων [[κρότος]], Ἰλ. Ρ. 424· [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]], τὸ [[στερέωμα]], [[ὅπερ]] οἱ παλαιοὶ ἐνόμιζον ὡς μετάλλινον, Ὀδ. Ο. 329, Ρ. 565 (πρβλ. [[χάλκεος]])· - ἡ τελευταία καὶ χειρίστη γενεὰ κατὰ τὸν Ἡσίοδον ἦτο ἡ σιδηρᾶ, Ἔργ. καὶ Ἡμ. 174 κἑξ.<br />2) μεταφορ., ἦ γὰρ σοί γε [[σιδήρεος]] ἐν φρεσὶ [[θυμός]], ψυχὴ σιδηρᾶ, δηλ. σκληρά, [[ἄκαμπτος]] ὡς ὁ [[σίδηρος]] (πρβλ. [[σίδηρος]] Ι. 2), Ἰλ. Χ. 357, Ὀδ. Ψ. 172· [[οὐδέ]] μοι ... θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ’ [[ἐλεήμων]] Ε. 191· οὐδ’ εἴ οἱ [[κραδίη]] γε σιδηρέη [[ἔνδοθεν]] ἦεν Δ. 293· σιδήρειόν νύ τοι [[ἦτορ]] Ἰλ. Ω. 205, 521· ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, εἶσαι [[ὅλος]] ἐκ σιδήρου, Ὀδ. Μ. 280· πυρὸς [[μένος]] ... σιδήρεον, ἡ [[ἀκατάσχετος]] ὁρμὴ τοῦ [[πυρός]], Ἰλ. Ψ 177· - ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, οἱονεὶ τοῦ ἔχοντος τὰ πλευρὰ σιδηρᾶ, Σιμωνίδ. 16· [[οὕτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 496· σὰρξ σ. Θεόκρ. 22. 47· ὦ σιδήρεοι, ὦ τὴν καρδίαν σιδηροῖ, γενναῖοι! Αἰσχίν. 77. 25, πρβλ. Λυσί. 117· 44· εἰ μὴ [[σιδηροῦς]] ἐστιν, [[οἶμαι]] ἔννουν γεγονέναι ὁ αὐτ. 17 44· σ. λόγοι Πλάτ. Γοργ. 509Α. <br />ΙΙ. σιδάρεοι, οἱ, σιδηροῦν τι [[νόμισμα]] τοῦ Βυζαντίου ἀεὶ ἐν τῷ Δωρικῷ τύπῳ ἔτι καὶ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Νεφ. 249, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 3, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 105, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |