Anonymous

συναλείφω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> aider à oindre <i>ou</i> à enduire;<br /><b>2</b> rendre cohérent <i>ou</i> visqueux, unir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλείφω]].
|btext=<b>1</b> aider à oindre <i>ou</i> à enduire;<br /><b>2</b> rendre cohérent <i>ou</i> visqueux, unir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλείφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνᾰλείφω''': μέλλ. -ψω, [[ἀλείφω]] [[ὁμοῦ]], [[ἀποκρύπτω]] δι’ ἐπιχρίσεως, [[ἐπιχρίω]]. τὰ φαῦλα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· γῆ [[ὑγρά]]..., ἐὰν ξηρανθῇ, ξ. τὸ [[σπέρμα]], καλύπτει αὐτὰ ὡς δι’ ἀλοιφῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23. 1. ― Παθ., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συνηλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους, ἔχουσι συγκαλυφθῆ ὡς δι’ ἐπιχρίσματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 2. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συγχωνεύω]] δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, κλπ.· ― Παθητ., συγχωνεύομαι εἰς μίαν συλλαβήν, ἐπὶ δύο συλλαβῶν, ὁ αὐτ. π. Δημοσθ. σ. 1070R· ἴδε [[συναλοιφή]]. ΙΙ. βοηθῶ τινὰ εἰς τὸ ἀλείφειν, [[συγχρίω]], τινὰ Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. 2. 1094. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 282.
|elnltext=συν-αλείφω, Att. ook ξυναλείφω samen insmeren, overdr. verdoezelen:. τὰ δὲ φαῦλα συναλείφειν de slechte kanten verdoezelen Aristot. Rh. 1383b33.
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰλείφω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[смазывать]], [[стирать]]: συναληλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους Anax. ap. Arst. (о земле) быть стертым или размытым дождями;<br /><b class="num">2)</b> [[умащивать]], [[натирать]] (τινά Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[замазывать]], [[скрывать]] (τὰ φαῦλα Arst.);<br /><b class="num">4)</b> грам. (о двух слогах) стягивать воедино, сливать (см. [[συναλοιφή]]).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''συνᾰλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αλείφω]] μαζί, [[επιχρίω]], [[αποκρύπτω]], [[κουκουλώνω]] με επιχρίσματα, σε Αριστ.
|lsmtext='''συνᾰλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αλείφω]] μαζί, [[επιχρίω]], [[αποκρύπτω]], [[κουκουλώνω]] με επιχρίσματα, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνᾰλείφω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[смазывать]], [[стирать]]: συναληλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους Anax. ap. Arst. (о земле) быть стертым или размытым дождями;<br /><b class="num">2)</b> [[умащивать]], [[натирать]] (τινά Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[замазывать]], [[скрывать]] (τὰ φαῦλα Arst.);<br /><b class="num">4)</b> грам. (о двух слогах) стягивать воедино, сливать (см. [[συναλοιφή]]).
|lstext='''συνᾰλείφω''': μέλλ. -ψω, [[ἀλείφω]] [[ὁμοῦ]], [[ἀποκρύπτω]] δι’ ἐπιχρίσεως, [[ἐπιχρίω]]. τὰ φαῦλα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· γῆ [[ὑγρά]]..., ἐὰν ξηρανθῇ, ξ. τὸ [[σπέρμα]], καλύπτει αὐτὰ ὡς δι’ ἀλοιφῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23. 1. ― Παθ., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συνηλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους, ἔχουσι συγκαλυφθῆ ὡς δι’ ἐπιχρίσματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 2. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συγχωνεύω]] δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, κλπ.· ― Παθητ., συγχωνεύομαι εἰς μίαν συλλαβήν, ἐπὶ δύο συλλαβῶν, ὁ αὐτ. π. Δημοσθ. σ. 1070R· ἴδε [[συναλοιφή]]. ΙΙ. βοηθῶ τινὰ εἰς τὸ ἀλείφειν, [[συγχρίω]], τινὰ Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. 2. 1094. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 282.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αλείφω, Att. ook ξυναλείφω samen insmeren, overdr. verdoezelen:. τὰ δὲ φαῦλα συναλείφειν de slechte kanten verdoezelen Aristot. Rh. 1383b33.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[smear]] or [[gloss]] [[over]], Arist.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[smear]] or [[gloss]] [[over]], Arist.
}}
}}