Anonymous

συνέχω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> συνέξω, <i>ao.2</i> συνέσχον, <i>pf.</i> συνέσχηκα;<br /><i>Pass. f.</i> συσχεθήσομαι <i>ou</i> συνέξομαι, <i>ao.</i> συνεσχέθην, <i>ao.2</i> συνεσχόμην;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> tenir ensemble, <i>d'où</i><br /><b>1</b> tenir attaché, retenir, soutenir, maintenir, acc.;<br /><b>2</b> maintenir ensemble, tenir rassemblé : σ. [[στράτευμα]] καὶ συναθροίζειν XÉN retenir et rassembler une armée;<br /><b>3</b> conserver, sauvegarder : τὸν ὅλον κόσμον XÉN l'univers entier;<br /><b>4</b> tenir l'un avec l'autre;<br /><b>5</b> tenir serré, comprimer : τὸ [[πνεῦμα]] PLUT retenir son souffle ; <i>Pass.</i> être serré, pressé : αἰχμῇσι καὶ ἐγχειριδίοισι HDT par les lances et les poignards ; <i>fig.</i> σ. φροντίδι EUR être oppressé par un souci ; δίψῃ THC être pressé par la soif ; ἀμηχανίᾳ XÉN être réduit à ne savoir que faire ; πόνῳ THC être accablé de fatigue;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se tenir ensemble, se réunir : [[ἵνα]] ξυνέχουσι τένοντες IL là où se réunissent les muscles.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔχω]].
|btext=<i>f.</i> συνέξω, <i>ao.2</i> συνέσχον, <i>pf.</i> συνέσχηκα;<br /><i>Pass. f.</i> συσχεθήσομαι <i>ou</i> συνέξομαι, <i>ao.</i> συνεσχέθην, <i>ao.2</i> συνεσχόμην;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> tenir ensemble, <i>d'où</i><br /><b>1</b> tenir attaché, retenir, soutenir, maintenir, acc.;<br /><b>2</b> maintenir ensemble, tenir rassemblé : σ. [[στράτευμα]] καὶ συναθροίζειν XÉN retenir et rassembler une armée;<br /><b>3</b> conserver, sauvegarder : τὸν ὅλον κόσμον XÉN l'univers entier;<br /><b>4</b> tenir l'un avec l'autre;<br /><b>5</b> tenir serré, comprimer : τὸ [[πνεῦμα]] PLUT retenir son souffle ; <i>Pass.</i> être serré, pressé : αἰχμῇσι καὶ ἐγχειριδίοισι HDT par les lances et les poignards ; <i>fig.</i> σ. φροντίδι EUR être oppressé par un souci ; δίψῃ THC être pressé par la soif ; ἀμηχανίᾳ XÉN être réduit à ne savoir que faire ; πόνῳ THC être accablé de fatigue;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se tenir ensemble, se réunir : [[ἵνα]] ξυνέχουσι τένοντες IL là où se réunissent les muscles.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνέχω''': μέλλ. -ξω· ἀόρ. συνέσχον· ― μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασίας, Δημ. 1484. 23· οὕτω μέσ. ἀόρ. συσχόμενος, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β. ― Παθ. ἀόρ. συνεσχέθην Διογ. Λ. 185. Κρατῶ [[ὁμοῦ]], συγκρατῶ, [[συσφίγγω]], ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον (ἐξυπακ. θώρηκα) Ἰλ. Δ. 133, Υ. 415· ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, [[ὅπου]] συγκρατοῦσι [τὴν χεῖρα] [[ὁμοῦ]] οἱ τένοντες τοῦ ἀγκῶνος, Ἰλ. Υ. 478, (ἂν καὶ δύνανται ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις νὰ [[εἶναι]] ἀμετάβ., συναντῶ, [[συνδέομαι]], ἑνοῦμαι)· [[Ὠκεανός]]... πᾶν συνεῖχε [[σάκος]], περιέβαλλε, περιέκλειεν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡσ. 315· Αἴτνα σ. [Τυφῶνα] Πινδ. Π. 1. 35· σ. τοὺς δακτύλους τὼ μηρὼ Ἀριστοφ. Σφ. 95, Νεφ. 966· τὸ δέρμα σ. τὰ ὀστᾶ Πλάτ. Φαίδων 98D· Ἄτλας συν. ἅπαντα [[αὐτόθι]] 99C. ― Παθητ., ἐν φρέατι συνέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 165Β. 2) τηρῶ [[ὁμοῦ]] ἡνωμένους, [[ἐμποδίζω]] ἀπὸ διασκορπισμοῦ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Δημ. 108. 30, κτλ.· σ. ἐν τῷ χάρακι, ἐντὸς τοῦ τείχους, κτλ., Λατ. continere, Πολύβ. 10. 39, 1, κτλ.· ― ἀκολούθως. β) ἐπὶ κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς τάξεως, σ. πόλιν, συγκρατῶ τὴν πόλιν [[ὁμοῦ]], διαφυλάττω αὐτὴν ἀπὸ πτώσεως ἢ καταστροφῆς, πόλιν Εὐρ. Ἱκέτ. 312, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 20· τὸ φρονεῖν ξ. δώματα Εὐρ. Βάκχ. 392, πρβλ. 1309· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ [[κοινωνία]] ξ. Πλάτ. Γοργ. 508Α· [[δίκη]] ξ. πολιτεύματα εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 945D, πρβλ. Πολιτ. 311C· σ. τὴν πολιτείαν Δημ. 700. 15· τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν Ἀριστ. Πολιτ. 3. 6, 4, πρβλ. 2. 9, 21· [[ὡσαύτως]], σ. τὸν ὅλον κόσμον Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 13· οὕτω, ξ. τὴν εἰρεσίαν, τηρῶ ἡνωμένους τοὺς κωπηλάτας, [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ κωπηλατῶσιν ἐν ῥυθμῷ, Θουκ. 7. 14. ― Παθ., τὸ ὄν ξυνέχεται... φιλίᾳ Πλάτ. Σοφ. 242Ε· τὰ πράγματα ὑπ’ εὐνοίας Δημ. 154. 7. γ) τηρῶ [[ὁμοῦ]] ἡνωμένους ἐν φιλίᾳ, τινὰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1265· μετ’ [[ἀλλήλων]] ξυνέχεσθαι Πλάτ. Τίμ. 43Ε. δ) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], [[συνάπτω]] μάχην ἐκ τοῦ [[συστάδην]], [[ἔρχομαι]] εἰς χεῖρας ἐκ τοῦ πλησίον, αἰχμῇσι Ἡρόδ. 1. 214· ― καί, = συμπλέκεσθαι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 1. 23, 5. ε) ἐπασχολῶ, ἑαυτὸν ἐν ἢ ἐπί τινι Πλουτ. Κλεομ. 34, κτλ.· τοὺς ἐρωμένους Ἀθήν. 563Ε. 3) [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], εἷς [[λόγος]] ξ. πάσας τὰς αἰσθήσεις Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων, 374D· τὸ συνέχον, τὸ περιέχον τὴν κυρίαν ὑπόθεσιν, Πολύβ. 2. 12, 3, κτλ.· τὰ συνέχοντα ὁ αὐτ. 6. 46, 6· μετὰ γεν., τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας, ἡ [[κυρία]] [[αἰτία]] διά..., ὁ αὐτ. 28. 4, 2· τῆς σωτηρίας, τὰ κυριώτατα μέσα τῆς..., κτλ., ὁ αὐτ. 10. 47, 11, κτλ. 4) [[ἐξαναγκάζω]] ἢ [[βιάζω]] τινὰ εἴς τι, Ἐπιστ. Βϳ πρὸς Κορινθ. κ. εϳ, 14· συμπυκνῶ, [[συνθλίβω]], [[καταθλίβω]], [[συμπιέζω]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ηϳ, 45., ιθϳ, 43· ― ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον ἐν τῷ παθ., συνέχομαί τινι, ἀναγκάζομαι, στενοχωροῦμαι, πιέζομαι, θλίβομαι, καὶ [[καθόλου]] ἐνοχλοῦμαι ἔκ τινος πράγματος [[εἴτε]] κατὰ τὸ [[πνεῦμα]] [[εἴτε]] κατὰ τὸ [[σῶμα]], πατρὶ συνέχετο... χαλεπῷ Ἡρόδ. 3. 131· ἵνα μὴ ξυνέχῃ τοῖσι Λυκούργου πατριώταις Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 5· σ. πολέμῳ δουληίῃ Ἡρόδ. 5. 23., 6. 12· ὀνείρασι Αἰσχύλ. Πρ. 656· φροντίδι Εὐρ. Ἡρακλ. 634· δίψῃ, πόνῳ Θουκ. 2. 49., 3. 98· κακῷ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1096· μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασι Πλάτ. Γοργ. 512Α, πρβλ. 479Α· πάσῃ ἀπορίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 250D· γέλωτι Διογ. Λ. 7. 185. 5) [[παρεμποδίζω]], [[ἐμποδίζω]], παρακωλύω, Εὐρ. Ρῆσ. 59 (ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἀμφίβ.). 6) συνεχῶς τηρῶ, ἔχω συνεχῶς, δύο σχολὰς Στράβ. 650, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1. ― Παθητ., εἶμαι [[συνεχής]], Παρμεν. 77. ΙΙ. ἀμεταβ., [[συνέρχομαι]], εἰς ἓν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 6· [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 145. 2) παύομαι, [[λήγω]], Ἰω. Χρυσ.
|elnltext=συν-έχω, Att. ook ξυνέχω act. intrans. alleen bij Hom. bij elkaar komen, aaneensluiten:. ἵνα … ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος waar de pezen van de elleboog bij elkaar komen Il. 20.478. act. met acc. bij elkaar houden, bijeenhouden:; τοὺς τρεῖς ξυνέχων τῶν δακτύλων terwijl hij zijn drie vingers (waarmee je gewoonlijk het stemsteentje vasthoudt) bij elkaar houdt Aristoph. Ve. 95; τὸ στράτευμα σ. het leger bij elkaar houden Xen. An. 7.2.8; τοὺς πολίτας σ. ἐν τοῖς ὅπλοις de burgers onder de wapens houden Plut. Sol. 22.2; m. n. van staten en andere groepen of gemeenschappen bijeenhouden, in stand houden:; σ. τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν de politieke gemeenschap in stand houden Aristot. Pol. 1278b25; ξ. τὴν εἰρεσίαν het roeitempo gelijk houden Thuc. 7.14.1; van verschillende partijen in vriendschap bijeenhouden. omringen, omsluiten, insluiten; overdr. omvatten:. πάντα … εἷς λόγος συνέχει één redenering omvat alles Plat. HpMi 374d. (aan beide kanten) gesloten houden:. συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν ze hielden hun handen voor hun oren NT Act. Ap. 7.57. beperken, dwingen, in zijn greep houden; NT 2 Cor. 5.14; vasthouden, gevangen houden. NT Luc. 22.63. med. opgesloten zitten:. ἐν φρέατι in een put Plat. Tht. 165b. pass. bij elkaar gehouden worden, bijeengehouden worden,. = μετ’ ἀλλήλων σ. Plat. Tim. 43e. met elkaar verwikkeld of bezig zijn, in strijd; Hdt. 1.214.2; in seks. Thphr. Char. 28.3. beperkt worden door, lijden onder, gekweld of geteisterd worden door, met dat.:; φροντίδι door zorg Eur. Hcld. 634; τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ door niet te lessen dorst Thuc. 2.49.5; μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασιν door ernstige en ongeneeslijke ziektes Plat. Grg. 512a; ook door personen. πατρὶ συνείχετο... ὀργὴν χαλεπῷ hij had te lijden onder een driftige vader Hdt. 3.131. in beslag genomen worden door, met dat.: συνείχετο τῷ λόγῳ richtte zich volledig op de verkondiging NT Act. Ap. 18.5.
}}
{{elru
|elrutext='''συνέχω:''' (fut. συνέξω, aor. 2 [[συνέσχον]]; pass.: fut. συσχεθήσομαι и συνέξομαι, aor. συνεσχέθην, aor. 2 συνεσχόμην)<br /><b class="num">1)</b> [[держать вместе]], [[сдерживать]], [[скреплять]] (θώρηκα Hom.; τὰ [[ὀστᾶ]] Plat.): [[Ἄτλας]] ἅπαντα συνέχων Plat. Атлант, удерживающий (на себе) вселенную; ἐν φρέατι συσχόμενος Plat. попавший в колодец, т. е. в безвыходное положение; δουληΐῃ συνέχεσθαι Her. находиться в рабстве;<br /><b class="num">2)</b> [[соединять]], [[объединять]], [[связывать]] (τὰ πολιτεύματα εἰς ἕν Plat.): μετ᾽ [[ἀλλήλων]] ξυνέχεσθαι Plat. держаться взаимной связью; сдвигать, смыкать (τοὺς δακτύλους Arph.; τὰς [[ὀφρῦς]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[задерживать]] (τὸ [[πνεῦμα]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> удерживать от распада, т. е. охранять, защищать (δώματα Eur.; τὸν [[ὅλον]] κόσμον Xen.): ξ. τὴν εἰρεσίαν Thuc. поддерживать дисциплину среди гребцов;<br /><b class="num">5)</b> [[занимать]]: σ. ἑαυτὸν ἐπί или ἔν τινι Plut. предаваться чему-л.;<br /><b class="num">6)</b> [[теснить]]: αἰχμῇσι συνέχεσθαι Her. теснить друг друга, т. е. сражаться врукопашную копьями; συνέχεσθαί τινι Her., Plat. страдать от кого(чего)-л.; τῇ δίψῃ ξυνεχόμενος Thuc. томимый жаждой; τῷ λιμῷ συνεχόμενος Plut. мучимый голодом; γέλωτι συσχεθείς Diog. L. давясь от смеха; ὀνείρασιν ξυνέχεσθαι Aesch. быть во власти сновидений;<br /><b class="num">7)</b> [[содержать]], [[включать в себя]], [[охватывать]] (πάσας τὰς αἰσθήσεις Plat.): σ. [[πᾶν]] [[σάκος]] Hes. окружать (окаймлять) весь щит;<br /><b class="num">8)</b> [[зажимать]], [[затыкать]] (τὰ [[ὦτα]] NT);<br /><b class="num">9)</b> [[соединяться]], [[встречаться]]: [[ἵνα]] ξυνέχουσι τένοντες Hom. там, где сходятся сухожилья; σ. εἰς ἕν Arst. срастаться, сливаться воедино.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''συνέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ [[συνέσχον]] — Μέσ., μέλ. με Παθ. [[σημασία]] -[[σχήσομαι]], σε Δημ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κρατώ]] μαζί, [[συγκρατώ]], [[συσφίγγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[περικλείω]], [[περιβάλλω]], [[περιέχω]], [[περιζώνω]], [[περικυκλώνω]], σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρατώ]] μαζί κάποιους ενωμένους, [[εμποδίζω]] τον διασκορπισμό τους, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· [[συνεπώς]], [[συνέχω]] [[πάλιν]], [[συγκρατώ]] την πόλη ενωμένη, [[εμποδίζω]] τη [[διάσπαση]] και την [[καταστροφή]] της, σε Ευρ.· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ [[κοινωνία]] ξυνέχει, σε Πλάτ.· [[συνέχω]] τὴν πολιτείαν, σε Δημ.· ομοίως, [[ξυνέχω]] τὴν εἰρεσίαν, [[κρατώ]] ενωμένους τους κωπηλάτες, τους κάνω να κωπηλατούν ρυθμικά, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[εξαναγκάζω]], [[ασκώ]] [[πίεση]] ή [[βία]] σε κάποιον για [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">4.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[καταθλίβω]], [[καταπιέζω]], στο ίδ. — Παθ., [[υφίσταμαι]] καταναγκασμό, στενοχωρούμαι, καταπιέζομαι, θλίβομαι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[συνέρχομαι]], συνενώνομαι, <i>εἰς ἕν</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''συνέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ [[συνέσχον]] — Μέσ., μέλ. με Παθ. [[σημασία]] -[[σχήσομαι]], σε Δημ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κρατώ]] μαζί, [[συγκρατώ]], [[συσφίγγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[περικλείω]], [[περιβάλλω]], [[περιέχω]], [[περιζώνω]], [[περικυκλώνω]], σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρατώ]] μαζί κάποιους ενωμένους, [[εμποδίζω]] τον διασκορπισμό τους, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· [[συνεπώς]], [[συνέχω]] [[πάλιν]], [[συγκρατώ]] την πόλη ενωμένη, [[εμποδίζω]] τη [[διάσπαση]] και την [[καταστροφή]] της, σε Ευρ.· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ [[κοινωνία]] ξυνέχει, σε Πλάτ.· [[συνέχω]] τὴν πολιτείαν, σε Δημ.· ομοίως, [[ξυνέχω]] τὴν εἰρεσίαν, [[κρατώ]] ενωμένους τους κωπηλάτες, τους κάνω να κωπηλατούν ρυθμικά, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[εξαναγκάζω]], [[ασκώ]] [[πίεση]] ή [[βία]] σε κάποιον για [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">4.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[καταθλίβω]], [[καταπιέζω]], στο ίδ. — Παθ., [[υφίσταμαι]] καταναγκασμό, στενοχωρούμαι, καταπιέζομαι, θλίβομαι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[συνέρχομαι]], συνενώνομαι, <i>εἰς ἕν</i>, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνέχω:''' (fut. συνέξω, aor. 2 [[συνέσχον]]; pass.: fut. συσχεθήσομαι и συνέξομαι, aor. συνεσχέθην, aor. 2 συνεσχόμην)<br /><b class="num">1)</b> [[держать вместе]], [[сдерживать]], [[скреплять]] (θώρηκα Hom.; τὰ [[ὀστᾶ]] Plat.): [[Ἄτλας]] ἅπαντα συνέχων Plat. Атлант, удерживающий (на себе) вселенную; ἐν φρέατι συσχόμενος Plat. попавший в колодец, т. е. в безвыходное положение; δουληΐῃ συνέχεσθαι Her. находиться в рабстве;<br /><b class="num">2)</b> [[соединять]], [[объединять]], [[связывать]] (τὰ πολιτεύματα εἰς ἕν Plat.): μετ᾽ [[ἀλλήλων]] ξυνέχεσθαι Plat. держаться взаимной связью; сдвигать, смыкать (τοὺς δακτύλους Arph.; τὰς [[ὀφρῦς]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[задерживать]] (τὸ [[πνεῦμα]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> удерживать от распада, т. е. охранять, защищать (δώματα Eur.; τὸν [[ὅλον]] κόσμον Xen.): ξ. τὴν εἰρεσίαν Thuc. поддерживать дисциплину среди гребцов;<br /><b class="num">5)</b> [[занимать]]: σ. ἑαυτὸν ἐπί или ἔν τινι Plut. предаваться чему-л.;<br /><b class="num">6)</b> [[теснить]]: αἰχμῇσι συνέχεσθαι Her. теснить друг друга, т. е. сражаться врукопашную копьями; συνέχεσθαί τινι Her., Plat. страдать от кого(чего)-л.; τῇ δίψῃ ξυνεχόμενος Thuc. томимый жаждой; τῷ λιμῷ συνεχόμενος Plut. мучимый голодом; γέλωτι συσχεθείς Diog. L. давясь от смеха; ὀνείρασιν ξυνέχεσθαι Aesch. быть во власти сновидений;<br /><b class="num">7)</b> [[содержать]], [[включать в себя]], [[охватывать]] (πάσας τὰς αἰσθήσεις Plat.): σ. [[πᾶν]] [[σάκος]] Hes. окружать (окаймлять) весь щит;<br /><b class="num">8)</b> [[зажимать]], [[затыкать]] (τὰ [[ὦτα]] NT);<br /><b class="num">9)</b> [[соединяться]], [[встречаться]]: [[ἵνα]] ξυνέχουσι τένοντες Hom. там, где сходятся сухожилья; σ. εἰς ἕν Arst. срастаться, сливаться воедино.
|lstext='''συνέχω''': μέλλ. -ξω· ἀόρ. συνέσχον· ― μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασίας, Δημ. 1484. 23· οὕτω μέσ. ἀόρ. συσχόμενος, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β. ― Παθ. ἀόρ. συνεσχέθην Διογ. Λ. 185. Κρατῶ [[ὁμοῦ]], συγκρατῶ, [[συσφίγγω]], ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον (ἐξυπακ. θώρηκα) Ἰλ. Δ. 133, Υ. 415· ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, [[ὅπου]] συγκρατοῦσι [τὴν χεῖρα] [[ὁμοῦ]] οἱ τένοντες τοῦ ἀγκῶνος, Ἰλ. Υ. 478, (ἂν καὶ δύνανται ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις νὰ [[εἶναι]] ἀμετάβ., συναντῶ, [[συνδέομαι]], ἑνοῦμαι)· [[Ὠκεανός]]... πᾶν συνεῖχε [[σάκος]], περιέβαλλε, περιέκλειεν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡσ. 315· Αἴτνα σ. [Τυφῶνα] Πινδ. Π. 1. 35· σ. τοὺς δακτύλους τὼ μηρὼ Ἀριστοφ. Σφ. 95, Νεφ. 966· τὸ δέρμα σ. τὰ ὀστᾶ Πλάτ. Φαίδων 98D· Ἄτλας συν. ἅπαντα [[αὐτόθι]] 99C. ― Παθητ., ἐν φρέατι συνέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 165Β. 2) τηρῶ [[ὁμοῦ]] ἡνωμένους, [[ἐμποδίζω]] ἀπὸ διασκορπισμοῦ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Δημ. 108. 30, κτλ.· σ. ἐν τῷ χάρακι, ἐντὸς τοῦ τείχους, κτλ., Λατ. continere, Πολύβ. 10. 39, 1, κτλ.· ― ἀκολούθως. β) ἐπὶ κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς τάξεως, σ. πόλιν, συγκρατῶ τὴν πόλιν [[ὁμοῦ]], διαφυλάττω αὐτὴν ἀπὸ πτώσεως ἢ καταστροφῆς, πόλιν Εὐρ. Ἱκέτ. 312, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 20· τὸ φρονεῖν ξ. δώματα Εὐρ. Βάκχ. 392, πρβλ. 1309· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ [[κοινωνία]] ξ. Πλάτ. Γοργ. 508Α· [[δίκη]] ξ. πολιτεύματα εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 945D, πρβλ. Πολιτ. 311C· σ. τὴν πολιτείαν Δημ. 700. 15· τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν Ἀριστ. Πολιτ. 3. 6, 4, πρβλ. 2. 9, 21· [[ὡσαύτως]], σ. τὸν ὅλον κόσμον Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 13· οὕτω, ξ. τὴν εἰρεσίαν, τηρῶ ἡνωμένους τοὺς κωπηλάτας, [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ κωπηλατῶσιν ἐν ῥυθμῷ, Θουκ. 7. 14. ― Παθ., τὸ ὄν ξυνέχεται... φιλίᾳ Πλάτ. Σοφ. 242Ε· τὰ πράγματα ὑπ’ εὐνοίας Δημ. 154. 7. γ) τηρῶ [[ὁμοῦ]] ἡνωμένους ἐν φιλίᾳ, τινὰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1265· μετ’ [[ἀλλήλων]] ξυνέχεσθαι Πλάτ. Τίμ. 43Ε. δ) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], [[συνάπτω]] μάχην ἐκ τοῦ [[συστάδην]], [[ἔρχομαι]] εἰς χεῖρας ἐκ τοῦ πλησίον, αἰχμῇσι Ἡρόδ. 1. 214· ― καί, = συμπλέκεσθαι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 1. 23, 5. ε) ἐπασχολῶ, ἑαυτὸν ἐν ἢ ἐπί τινι Πλουτ. Κλεομ. 34, κτλ.· τοὺς ἐρωμένους Ἀθήν. 563Ε. 3) [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], εἷς [[λόγος]] ξ. πάσας τὰς αἰσθήσεις Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων, 374D· τὸ συνέχον, τὸ περιέχον τὴν κυρίαν ὑπόθεσιν, Πολύβ. 2. 12, 3, κτλ.· τὰ συνέχοντα ὁ αὐτ. 6. 46, 6· μετὰ γεν., τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας, ἡ [[κυρία]] [[αἰτία]] διά..., ὁ αὐτ. 28. 4, 2· τῆς σωτηρίας, τὰ κυριώτατα μέσα τῆς..., κτλ., ὁ αὐτ. 10. 47, 11, κτλ. 4) [[ἐξαναγκάζω]] ἢ [[βιάζω]] τινὰ εἴς τι, Ἐπιστ. Βϳ πρὸς Κορινθ. κ. εϳ, 14· συμπυκνῶ, [[συνθλίβω]], [[καταθλίβω]], [[συμπιέζω]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ηϳ, 45., ιθϳ, 43· ― ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον ἐν τῷ παθ., συνέχομαί τινι, ἀναγκάζομαι, στενοχωροῦμαι, πιέζομαι, θλίβομαι, καὶ [[καθόλου]] ἐνοχλοῦμαι ἔκ τινος πράγματος [[εἴτε]] κατὰ τὸ [[πνεῦμα]] [[εἴτε]] κατὰ τὸ [[σῶμα]], πατρὶ συνέχετο... χαλεπῷ Ἡρόδ. 3. 131· ἵνα μὴ ξυνέχῃ τοῖσι Λυκούργου πατριώταις Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 5· σ. πολέμῳ δουληίῃ Ἡρόδ. 5. 23., 6. 12· ὀνείρασι Αἰσχύλ. Πρ. 656· φροντίδι Εὐρ. Ἡρακλ. 634· δίψῃ, πόνῳ Θουκ. 2. 49., 3. 98· κακῷ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1096· μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασι Πλάτ. Γοργ. 512Α, πρβλ. 479Α· πάσῃ ἀπορίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 250D· γέλωτι Διογ. Λ. 7. 185. 5) [[παρεμποδίζω]], [[ἐμποδίζω]], παρακωλύω, Εὐρ. Ρῆσ. 59 (ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἀμφίβ.). 6) συνεχῶς τηρῶ, ἔχω συνεχῶς, δύο σχολὰς Στράβ. 650, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1. ― Παθητ., εἶμαι [[συνεχής]], Παρμεν. 77. ΙΙ. ἀμεταβ., [[συνέρχομαι]], εἰς ἓν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 6· [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 145. 2) παύομαι, [[λήγω]], Ἰω. Χρυσ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-έχω, Att. ook ξυνέχω act. intrans. alleen bij Hom. bij elkaar komen, aaneensluiten:. ἵνα … ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος waar de pezen van de elleboog bij elkaar komen Il. 20.478. act. met acc. bij elkaar houden, bijeenhouden:; τοὺς τρεῖς ξυνέχων τῶν δακτύλων terwijl hij zijn drie vingers (waarmee je gewoonlijk het stemsteentje vasthoudt) bij elkaar houdt Aristoph. Ve. 95; τὸ στράτευμα σ. het leger bij elkaar houden Xen. An. 7.2.8; τοὺς πολίτας σ. ἐν τοῖς ὅπλοις de burgers onder de wapens houden Plut. Sol. 22.2; m. n. van staten en andere groepen of gemeenschappen bijeenhouden, in stand houden:; σ. τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν de politieke gemeenschap in stand houden Aristot. Pol. 1278b25; ξ. τὴν εἰρεσίαν het roeitempo gelijk houden Thuc. 7.14.1; van verschillende partijen in vriendschap bijeenhouden. omringen, omsluiten, insluiten; overdr. omvatten:. πάντα … εἷς λόγος συνέχει één redenering omvat alles Plat. HpMi 374d. (aan beide kanten) gesloten houden:. συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν ze hielden hun handen voor hun oren NT Act. Ap. 7.57. beperken, dwingen, in zijn greep houden; NT 2 Cor. 5.14; vasthouden, gevangen houden. NT Luc. 22.63. med. opgesloten zitten:. ἐν φρέατι in een put Plat. Tht. 165b. pass. bij elkaar gehouden worden, bijeengehouden worden,. = μετ’ ἀλλήλων σ. Plat. Tim. 43e. met elkaar verwikkeld of bezig zijn, in strijd; Hdt. 1.214.2; in seks. Thphr. Char. 28.3. beperkt worden door, lijden onder, gekweld of geteisterd worden door, met dat.:; φροντίδι door zorg Eur. Hcld. 634; τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ door niet te lessen dorst Thuc. 2.49.5; μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασιν door ernstige en ongeneeslijke ziektes Plat. Grg. 512a; ook door personen. πατρὶ συνείχετο... ὀργὴν χαλεπῷ hij had te lijden onder een driftige vader Hdt. 3.131. in beslag genomen worden door, met dat.: συνείχετο τῷ λόγῳ richtte zich volledig op de verkondiging NT Act. Ap. 18.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj