Anonymous

συνευνέτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (ὁ) :<br />qui partage la couche d'un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐνή]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui partage la couche d'un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐνή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνευνέτης''': -ου, , [[σύνευνος]], [[ὁμόλεκτρος]], [[σύζυγος]], [[σύμβιος]], Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ [[σύζυγος]], ἢ [[παλλακή]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.
|elnltext=συνευνέτης -ου, ὁ, Att. ook ξυνευνέτης [σύν, εὐνή] bedgenoot.
}}
{{elru
|elrutext='''συνευνέτης:''' ου ὁ Eur. = ὁ [[σύνευνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνευνέτης:''' -ου, ὁ, ἡ ([[εὐνή]]), αυτός που μοιράζεται το [[κρεβάτι]] του με κάποιον, [[σύζυγος]], στον ίδ.· [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ.· θηλ. [[συνευνέτις]], <i>-ιδος</i>, [[σύζυγος]] ή ερωμένη, [[παλλακίδα]], στον ίδ.
|lsmtext='''συνευνέτης:''' -ου, ὁ, ἡ ([[εὐνή]]), αυτός που μοιράζεται το [[κρεβάτι]] του με κάποιον, [[σύζυγος]], στον ίδ.· [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ.· θηλ. [[συνευνέτις]], <i>-ιδος</i>, [[σύζυγος]] ή ερωμένη, [[παλλακίδα]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνευνέτης:''' ου ὁ Eur. = ὁ [[σύνευνος]].
|lstext='''συνευνέτης''': -ου, , [[σύνευνος]], [[ὁμόλεκτρος]], [[σύζυγος]], [[σύμβιος]], Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, , θηλ., ἡ [[σύζυγος]], ἢ [[παλλακή]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.
}}
{{elnl
|elnltext=συνευνέτης -ου, , Att. ook ξυνευνέτης [σύν, εὐνή] bedgenoot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-ευνέτης, ου, ὁ,<br />a bed-[[fellow]], [[husband]], [[consort]], Eur.
|mdlsjtxt=συν-ευνέτης, ου, ὁ,<br />a bed-[[fellow]], [[husband]], [[consort]], Eur.
}}
}}