3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ός, όν :<br />qui prête son aide <i>ou</i> son concours ; τινι, <i>rar.</i> τινος à qqn ; <i>abs.</i> auxiliaire ; <i>en mauv. part</i> complice ; [[συνεργός]] τινος qui aide à faire qch, qui aide à qch ; [[συνεργός]] τινί τινος qui aide qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔργον]]. | |btext=ός, όν :<br />qui prête son aide <i>ou</i> son concours ; τινι, <i>rar.</i> τινος à qqn ; <i>abs.</i> auxiliaire ; <i>en mauv. part</i> complice ; [[συνεργός]] τινος qui aide à faire qch, qui aide à qch ; [[συνεργός]] τινί τινος qui aide qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔργον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνεργός -ον, Att. ook ξυνεργός [σύν, ἔργον] samenwerkend of meewerkend, subst. ὁ of ἡ συνεργός medewerker, helper, ook ongunstig handlanger; met dat., zelden met gen. met of van iem.; met gen., van zaken meewerkend aan, mede tot stand brengend:; ξ. ἀδίκων ἔργων medewerker aan onrechtvaardige daden Eur. Hipp. 676; met dat. en gen..; ἔλθ’... θρήνων ἐμοὶ ξυνεργός kom, jij die samen met mij klaagzangen maakt Eur. Hel. 1112; met εἰς of πρός + acc., met ἐν + dat. die helpt bij, die bijstaat in. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεργός:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сотрудник]], [[участник]], [[помощник]]: σ. τινι Thuc., Xen., реже τινος Plut. оказывающий помощь кому-л.; σ. τινί τινος Xen., Plat. оказывающий помощь кому-л. в чем-л.; σ. πρός и εἴς τι Xen. или ἔν τινι Arph. помощник в чем-л.; θρήνοις ἐμοῖς ξ. - [[varia lectio|v.l.]] [[ξυνῳδός]] Eur. рыдающий вместе со мной; χρῆσθαί τινι συνεργῷ Plat. пользоваться чьей-л. помощью;<br /><b class="num">2)</b> [[сообщник]] (τινος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[сотоварищ]], [[однокашник]] Dem. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 34: | Line 37: | ||
|lsmtext='''συνεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους, αυτός που συμβάλλει, που συντελεί, που βοηθάει στην [[επιτέλεση]] ενός έργου· και ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[βοηθός]], [[συμμέτοχος]], [[αρωγός]], [[συναυτουργός]], συμπράττων, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., <i>συνεργὸς τείχεος</i>, αυτός που συμβάλλει στην [[ανέγερση]] τείχους, σε Πίνδ.· <i>συνεργὸς ἀδίκων ἔργων</i>, <i>ἀρετᾶς</i>, αυτός που συντελεί στην [[επίτευξη]] ή την απόκτησή τους, σε Ευρ.· [[συνεργός]] τινίτινος, αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], σε Ξεν.· <i>εἴς</i>ή [[πρός]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον, που εργάζεται στο ίδιο [[αντικείμενο]], [[συνεργάτης]], [[συνάδελφος]], [[σύντεχνος]], [[ομότεχνος]], σε Δημ. | |lsmtext='''συνεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους, αυτός που συμβάλλει, που συντελεί, που βοηθάει στην [[επιτέλεση]] ενός έργου· και ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[βοηθός]], [[συμμέτοχος]], [[αρωγός]], [[συναυτουργός]], συμπράττων, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., <i>συνεργὸς τείχεος</i>, αυτός που συμβάλλει στην [[ανέγερση]] τείχους, σε Πίνδ.· <i>συνεργὸς ἀδίκων ἔργων</i>, <i>ἀρετᾶς</i>, αυτός που συντελεί στην [[επίτευξη]] ή την απόκτησή τους, σε Ευρ.· [[συνεργός]] τινίτινος, αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], σε Ξεν.· <i>εἴς</i>ή [[πρός]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον, που εργάζεται στο ίδιο [[αντικείμενο]], [[συνεργάτης]], [[συνάδελφος]], [[σύντεχνος]], [[ομότεχνος]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνεργός''': -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] ἐργαζόμενος, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐργαζόμενος ἢ βοηθῶν εἰς τὸ [[ἔργον]], καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ, ἡ, ὁ βοηθὸς εἴς τι [[ἔργον]], [[συνεργάτης]] [[συμβοηθός]], Εὐρ. Ὀρ. 1446, Μήδ. 395, Θουκ. 8. 92, Πλάτ., κλπ.· μετὰ δοτικ. προσώπ., Εὐρ. Ἱππ. 523, Θουκ. 3. 63, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 17, κτλ.· συνεργὸς θρήνοις ἐμοῖς, σὺν ἐμοὶ θρηνῶν, Εὐρ. Ἑλ. 1112· σπανίως μετὰ γενικ. προσώπ., Πλουτ. Περικλ. 31· μετὰ γενικ. πράγματ., ὁ λαμβάνων [[μέρος]] εἴς τι [[ἔργον]] ἢ εἰς τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, συν. τείχεος, βοηθὸς εἰς τὴν ἀνέγερσιν [[αὐτοῦ]], Πινδ. Ο. 8. 43· σ. ἀδίκων ἔργων, ἀρετάς, ὁ βοηθῶν πρὸς αὐτά, Εὐρ. ἐν Ἱππ. 676, ἐν Μηδ. 845· σ. τινί τινος, ὁ βοηθῶν τινα εἴς τι, Πλάτ. Συμπ. 180Ε, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 21· σ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 10, ἐν Συμπ. 8, 38· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 7· ἔν τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 588· ― μετ’ ἀπαρ., σ. τῷ παιδὶ μὴ ἐκπεσεῖν Εὐρ. Ἴων 48. ΙΙ. ὁ τὰ αὐτὰ καί τις [[ἄλλος]] ἐργαζόμενος, [[συνεργάτης]] ἢ [[σύντροφος]], μετὰ γεν. προσ., Δημ. 385. 23, Ἐπιγρ. παρὰ Ραγκαβῇ 56Α. ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τινὲς γράφουσι σύνεργος, Ἀμμών. 131, Θωμ. Μάγιστρ. 339. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |