Anonymous

τρυπάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />percer, trouer, acc. ; <i>Pass.</i> être percé ; τετρυπημένη [[ψῆφος]] ESCHN vote de condamnation <i>litt.</i> caillou percé.<br />'''Étymologie:''' [[τρύπη]].
|btext=-ῶ :<br />percer, trouer, acc. ; <i>Pass.</i> être percé ; τετρυπημένη [[ψῆφος]] ESCHN vote de condamnation <i>litt.</i> caillou percé.<br />'''Étymologie:''' [[τρύπη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῡπάω''': μέλλ. -ήσω, (ἰδὲ [[τρύω]]) διατρυπῶ, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (εὐκτ.) [[δόρυ]] νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δὲ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (πρβλ. [[τρυπανία]]) Ὀδ. Ι. 384, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, Πράτ. Κρατ. 387Ε· «τὸν [[πόδα]] τῇ βελόνῃ τρυπῶν Κλεόνικος [[λεπτός]], αὐτὸς ἐτρύπησε τῷ ποδὶ τὴν βελόνην», ὡς ὢν λεπτότερας καὶ αὐτῆς τῆς βελόνης, Ἀνθ. Παλ. 11. 308, πρβλ. [[αὐτόθι]] 102· ἀλλὰ μετὰ διπλῆς αἰτ., [[πόνος]] μὲ τὸν [[πόδα]] τρ. Λουκ. Ὠκύπ. 169· πρβλ. [[ἁλιά]]. - Παθ., τετρυπήσθω τὸ [[τρῆμα]], ἂς τρυπηθῇ, ἂς ἀνοιχθῇ ἡ ὀπή, Ἱππ. 680. 19· δι’ [[ὠτός]]... τετρυπημένου, [[καλῶς]] τρυπημένου, δηλ. ἀνοικτοῦ [[ὅπως]] ἀκούῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τὰ ὦτα τετρυπημένος, πρὸς ἐξάρτησιν ἐνωτίων, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 31· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, ἡ τῆς καταδίκης ἡ ἔχουσα ὀπὴν ἐν τῷ μέσῳ, ἀντίθετ. τῷ [[πλήρης]], Αἰσχίν. 11. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424-6· ἐτετρύπητο ἄλλη [[ἔξοδος]] Λουκ. Ἀλεξ. 16. 2) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, αἱ δὲ χίμαιραι αἵδε κατβληχῶντο καὶ ὁ [[τράγος]] αὐτὰς ἐτρύπη, αἱ δὲ αἶγες ἐμηκῶντο καὶ ὁ [[τράγος]] ὤχευεν αὐτάς, Θεόκρ. 5. 42· τρυπᾶν πάντες ἐπιστάμεθα, ἀντὶ τοῦ βινεῖν, Ἀνθ. Πλαν. 243.
|elnltext=τρυπάω [τρύω] Dor. imperf. 3 sing. ἐτρύπη, boren, doorboren; ook seks.: τράγος αὐτὰς ἐτρύπη de bok penetreerde ze Theocr. Id. 5.42.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῡπάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[буравить]], [[сверлить]], [[просверливать]] ([[δόρυ]] τρυπάνῳ Hom.): τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος Xen. с проколотыми ушами; [[ψῆφος]] τετρυπημένη Aeschin., Arst. просверленный камешек (который подавался членом суда, высказывавшимся за осуждение обвиняемого); [[πόνος]] μοι ([[varia lectio|v.l.]] με) τρυπᾷ τὸν [[πόδα]] Luc. боль сверлит мне ногу;<br /><b class="num">2)</b> Theocr. = [[βινέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῡπάω:''' μέλ. <i>τρυπήσω</i>, Παθ., παρακ. <i>τετρύπημαι</i> ([[τρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τρυπώ]], [[διατρυπώ]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, η [[ψήφος]] της καταδίκης που είχε μια [[τρύπα]] στη [[μέση]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[τρυπάω]] τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, [[περνάω]] τη [[βελόνα]] μέσα από το [[πόδι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τρῡπάω:''' μέλ. <i>τρυπήσω</i>, Παθ., παρακ. <i>τετρύπημαι</i> ([[τρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τρυπώ]], [[διατρυπώ]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, η [[ψήφος]] της καταδίκης που είχε μια [[τρύπα]] στη [[μέση]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[τρυπάω]] τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, [[περνάω]] τη [[βελόνα]] μέσα από το [[πόδι]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῡπάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[буравить]], [[сверлить]], [[просверливать]] ([[δόρυ]] τρυπάνῳ Hom.): τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος Xen. с проколотыми ушами; [[ψῆφος]] τετρυπημένη Aeschin., Arst. просверленный камешек (который подавался членом суда, высказывавшимся за осуждение обвиняемого); [[πόνος]] μοι ([[varia lectio|v.l.]] με) τρυπᾷ τὸν [[πόδα]] Luc. боль сверлит мне ногу;<br /><b class="num">2)</b> Theocr. = [[βινέω]].
|lstext='''τρῡπάω''': μέλλ. -ήσω, (ἰδὲ [[τρύω]]) διατρυπῶ, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (εὐκτ.) [[δόρυ]] νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δὲ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (πρβλ. [[τρυπανία]]) Ὀδ. Ι. 384, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, Πράτ. Κρατ. 387Ε· «τὸν [[πόδα]] τῇ βελόνῃ τρυπῶν Κλεόνικος ὁ [[λεπτός]], αὐτὸς ἐτρύπησε τῷ ποδὶ τὴν βελόνην», ὡς ὢν λεπτότερας καὶ αὐτῆς τῆς βελόνης, Ἀνθ. Παλ. 11. 308, πρβλ. [[αὐτόθι]] 102· ἀλλὰ μετὰ διπλῆς αἰτ., [[πόνος]] μὲ τὸν [[πόδα]] τρ. Λουκ. Ὠκύπ. 169· πρβλ. [[ἁλιά]]. - Παθ., τετρυπήσθω τὸ [[τρῆμα]], ἂς τρυπηθῇ, ἂς ἀνοιχθῇ ἡ ὀπή, Ἱππ. 680. 19· δι’ [[ὠτός]]... τετρυπημένου, [[καλῶς]] τρυπημένου, δηλ. ἀνοικτοῦ [[ὅπως]] ἀκούῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τὰ ὦτα τετρυπημένος, πρὸς ἐξάρτησιν ἐνωτίων, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 31· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, ἡ τῆς καταδίκης ἡ ἔχουσα ὀπὴν ἐν τῷ μέσῳ, ἀντίθετ. τῷ [[πλήρης]], Αἰσχίν. 11. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424-6· ἐτετρύπητο ἄλλη [[ἔξοδος]] Λουκ. Ἀλεξ. 16. 2) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, αἱ δὲ χίμαιραι αἵδε κατβληχῶντο καὶ [[τράγος]] αὐτὰς ἐτρύπη, αἱ δὲ αἶγες ἐμηκῶντο καὶ ὁ [[τράγος]] ὤχευεν αὐτάς, Θεόκρ. 5. 42· τρυπᾶν πάντες ἐπιστάμεθα, ἀντὶ τοῦ βινεῖν, Ἀνθ. Πλαν. 243.
}}
{{elnl
|elnltext=τρυπάω [τρύω] Dor. imperf. 3 sing. ἐτρύπη, boren, doorboren; ook seks.: τράγος αὐτὰς ἐτρύπη de bok penetreerde ze Theocr. Id. 5.42.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj