Anonymous

τροχάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=courir.<br />'''Étymologie:''' [[τρόχος]].
|btext=courir.<br />'''Étymologie:''' [[τρόχος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τροχάζω''': (τροχὸς) [[τρέχω]] ὡς [[τροχός]], [[τρέχω]] ἐμπρός, [[ταχέως]], Ἡρόδ. 9. 66, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 46, κλπ.· κἂν δῇ, [[τροχάζω]] στάδια [[πλείω]] Σωτάδου Φιλέταιρος ἐν «Ἀταλάντῃ» 1· τρ. ἵπποις, ἐπὶ ἁρματηλάτου, Εὐρ. Ἑλ. 724· ἐπὶ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4· τρ. ἐν τοῖς ὅπλοις Πολύβ. 10. 20, 2. - Μέσ. παρ’ Εὐστ. Πονημ. 245. 67. - Τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ἀπεδοκίμαζον οἱ ἀττικίζοντες, Λοβ. εἰς Φρύν. 582.
|elnltext=τροχάζω [τρέχω] snel lopen, snel rijden.
}}
{{elru
|elrutext='''τροχάζω:''' [[бегать]], [[бежать]], [[мчаться]] Her., Eur., Xen. etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τροχάζω:''' μέλ. <i>τροχάσω</i>, ([[τροχός]]) [[τρέχω]] σαν [[τροχός]], [[τρέχω]] [[μπροστά]], [[τρέχω]] [[γρήγορα]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[τροχάζω]] ἵπποις, λέγεται για αρματηλάτη, σε Ευρ.
|lsmtext='''τροχάζω:''' μέλ. <i>τροχάσω</i>, ([[τροχός]]) [[τρέχω]] σαν [[τροχός]], [[τρέχω]] [[μπροστά]], [[τρέχω]] [[γρήγορα]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[τροχάζω]] ἵπποις, λέγεται για αρματηλάτη, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τροχάζω:''' [[бегать]], [[бежать]], [[мчаться]] Her., Eur., Xen. etc.
|lstext='''τροχάζω''': (τροχὸς) [[τρέχω]] ὡς [[τροχός]], [[τρέχω]] ἐμπρός, [[ταχέως]], Ἡρόδ. 9. 66, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 46, κλπ.· κἂν δῇ, [[τροχάζω]] στάδια [[πλείω]] Σωτάδου Φιλέταιρος ἐν «Ἀταλάντῃ» 1· τρ. ἵπποις, ἐπὶ ἁρματηλάτου, Εὐρ. Ἑλ. 724· ἐπὶ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4· τρ. ἐν τοῖς ὅπλοις Πολύβ. 10. 20, 2. - Μέσ. παρ’ Εὐστ. Πονημ. 245. 67. - Τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ἀπεδοκίμαζον οἱ ἀττικίζοντες, Λοβ. εἰς Φρύν. 582.
}}
{{elnl
|elnltext=τροχάζω [τρέχω] snel lopen, snel rijden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τροχάζω]], fut. -σω [[τροχός]]<br />to run like a [[wheel]], to run [[along]], run [[quickly]], Hdt., Xen., etc.; τρ. ἵπποις, of a [[charioteer]], Eur.
|mdlsjtxt=[[τροχάζω]], fut. -σω [[τροχός]]<br />to run like a [[wheel]], to run [[along]], run [[quickly]], Hdt., Xen., etc.; τρ. ἵπποις, of a [[charioteer]], Eur.
}}
}}