Anonymous

κορυφαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui occupe le sommet <i>ou</i> la première place ; <i>subst.</i> ὁ [[κορυφαῖος]] le chef ; <i>particul.</i> le chef d'un chœur, le coryphée;<br /><b>2</b> surmonté d'une houppe : ὁ [[κορυφαῖος]] [[πῖλος]] PLUT le bonnet à houppe (des flamines, <i>lat.</i> apex);<br /><i>Sp.</i> κορυφαιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κορυφή]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui occupe le sommet <i>ou</i> la première place ; <i>subst.</i> ὁ [[κορυφαῖος]] le chef ; <i>particul.</i> le chef d'un chœur, le coryphée;<br /><b>2</b> surmonté d'une houppe : ὁ [[κορυφαῖος]] [[πῖλος]] PLUT le bonnet à houppe (des flamines, <i>lat.</i> apex);<br /><i>Sp.</i> κορυφαιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κορυφή]].
}}
{{elnl
|elnltext=κορυφαῖος -α -ον [κορυφή] top-, belangrijkste:; δύο μὲν ταῦτα κορυφαιότατα οἴκοθεν ἔχοντα ἥκειν dat hij (de historicus) van huis uit is uitgerust met deze twee allerbelangrijkste kwaliteiten Luc. 59.34; subst.: ὁ κορυφᾶιος hoofdman; spec. koorleider. in een punt uitlopend:. ὁ κ. πῖλος puntmuts (van Romeinse priesters) Plut. Marc. 5.5.
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠφαῖος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[предводитель]], [[вождь]], [[глава]] (τῶν [[ἀνδρῶν]] Her.; περιπατητικῶν ὁ κορυφαιότατος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> театр. [[начальник]], [[руководитель]] (τῶν χορευτῶν Arst.).<br />верхний, крайний: ὁ κ. [[πῖλος]] Plut. (лат. [[apex]]) шапка жрецов-фламинов (с апексом наверху).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορῠφαῖος:''' ὁ ([[κορυφή]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αρχηγός]], [[κύριος]], [[αφέντης]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· στο Αττ. [[δράμα]], ο [[κορυφαίος]] του Χορού, σε Δημ.· <i>κ. ἑστηκώς</i>, αυτός που κάθεται στην [[κεφαλή]] της [[σειράς]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που βρίσκεται στην [[κορυφή]], ὁ κ. [[πῖλος]], η [[κορωνίδα]] του Ρωμαίου στεφανηφόρου ιερέα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κορῠφαῖος:''' ὁ ([[κορυφή]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αρχηγός]], [[κύριος]], [[αφέντης]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· στο Αττ. [[δράμα]], ο [[κορυφαίος]] του Χορού, σε Δημ.· <i>κ. ἑστηκώς</i>, αυτός που κάθεται στην [[κεφαλή]] της [[σειράς]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που βρίσκεται στην [[κορυφή]], ὁ κ. [[πῖλος]], η [[κορωνίδα]] του Ρωμαίου στεφανηφόρου ιερέα, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κορυφαῖος -α -ον [κορυφή] top-, belangrijkste:; δύο μὲν ταῦτα κορυφαιότατα οἴκοθεν ἔχοντα ἥκειν dat hij (de historicus) van huis uit is uitgerust met deze twee allerbelangrijkste kwaliteiten Luc. 59.34; subst.: ὁ κορυφᾶιος hoofdman; spec. koorleider. in een punt uitlopend:. ὁ κ. πῖλος puntmuts (van Romeinse priesters) Plut. Marc. 5.5.
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠφαῖος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[предводитель]], [[вождь]], [[глава]] (τῶν [[ἀνδρῶν]] Her.; περιπατητικῶν ὁ κορυφαιότατος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> театр. [[начальник]], [[руководитель]] (τῶν χορευτῶν Arst.).<br />верхний, крайний: ὁ κ. [[πῖλος]] Plut. (лат. [[apex]]) шапка жрецов-фламинов (с апексом наверху).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj