Anonymous

πράσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0694.png Seite 694]] = [[πράσινος]], Plat. Tim. 68 c u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0694.png Seite 694]] = [[πράσινος]], Plat. Tim. 68 c u. Sp.
}}
{{elnl
|elnltext=πράσιος -ον, ook πράσινος [πράσον] lichtgroen, geelgroen.
}}
{{elru
|elrutext='''πράσιος:''' (ᾰ) Plut. = [[πράσινος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[πράσιος]], -ον, ΝΑ [[πράσον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πράσινη [[ποικιλία]] του χαλαζία, το [[χρώμα]] της οποίας οφείλεται στην [[παρουσία]] του πυριτικού ορυκτού [[ακτινόλιθος]], αλλ. [[πρασόλιθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράσινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πράσιος]]<br />α) [[εμετός]]<br />β) [[είδος]] πολύτιμου λίθου, η [[πρασίτις]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πράσιος]]<br />το [[φυτό]] [[πράσιο]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Πράσιοι</i><br />ο [[ένας]] από τους δύο κύριους ανταγωνιζόμενους δήμους της Κωνσταντινούπολης, [[κατά]] τους βυζαντινούς χρόνους, οι Πράσινοι.
|mltxt=ο / [[πράσιος]], -ον, ΝΑ [[πράσον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πράσινη [[ποικιλία]] του χαλαζία, το [[χρώμα]] της οποίας οφείλεται στην [[παρουσία]] του πυριτικού ορυκτού [[ακτινόλιθος]], αλλ. [[πρασόλιθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράσινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πράσιος]]<br />α) [[εμετός]]<br />β) [[είδος]] πολύτιμου λίθου, η [[πρασίτις]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πράσιος]]<br />το [[φυτό]] [[πράσιο]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Πράσιοι</i><br />ο [[ένας]] από τους δύο κύριους ανταγωνιζόμενους δήμους της Κωνσταντινούπολης, [[κατά]] τους βυζαντινούς χρόνους, οι Πράσινοι.
}}
{{elru
|elrutext='''πράσιος:''' (ᾰ) Plut. = [[πράσινος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πράσιος -ον, ook πράσινος [πράσον] lichtgroen, geelgroen.
}}
}}