Anonymous

δικανικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> expert aux choses du barreau, habile jurisconsulte <i>ou</i> habile avocat;<br /><b>2</b> qui concerne le barreau, judiciaire ; ἡ δικανική ([[τέχνη]]) la science du barreau, la jurisprudence ; <i>p. ext.</i> prolixe, fastidieux.<br />'''Étymologie:''' [[δίκη]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> expert aux choses du barreau, habile jurisconsulte <i>ou</i> habile avocat;<br /><b>2</b> qui concerne le barreau, judiciaire ; ἡ δικανική ([[τέχνη]]) la science du barreau, la jurisprudence ; <i>p. ext.</i> prolixe, fastidieux.<br />'''Étymologie:''' [[δίκη]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκᾱνικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[судебный]], [[правовой]], [[юридический]] ([[ῥημάτιον]] Arph.; λόγοι Isocr., Plut.; [[σοφία]] Plat.; [[γένος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сведущий в судебных делах]] Xen.;<br /><b class="num">3)</b> [[запутанный]], [[сложный]], [[нудный]] (δικανικὰ [[ῥηθῆναι]] Plat.; μακρὸν [[ἐνύπνιον]] καὶ δικανικόν Luc.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[искусный адвокат]] Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[крючкотвор]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκᾱνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]] στα νομικά ζητήματα, εξασκημένος στην [[αγόρευση]] στα δικαστήρια, όμοιος με δικηγόρο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που ανήκει στις δίκες, [[δικαστικός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· όμοιος με δικανικό λόγο ή [[αγόρευση]], [[ανιαρός]], [[φορτικός]], στον ίδ.
|lsmtext='''δῐκᾱνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]] στα νομικά ζητήματα, εξασκημένος στην [[αγόρευση]] στα δικαστήρια, όμοιος με δικηγόρο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που ανήκει στις δίκες, [[δικαστικός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· όμοιος με δικανικό λόγο ή [[αγόρευση]], [[ανιαρός]], [[φορτικός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκᾱνικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[судебный]], [[правовой]], [[юридический]] ([[ῥημάτιον]] Arph.; λόγοι Isocr., Plut.; [[σοφία]] Plat.; [[γένος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сведущий в судебных делах]] Xen.;<br /><b class="num">3)</b> [[запутанный]], [[сложный]], [[нудный]] (δικανικὰ [[ῥηθῆναι]] Plat.; μακρὸν [[ἐνύπνιον]] καὶ δικανικόν Luc.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[искусный адвокат]] Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[крючкотвор]] Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj