Anonymous

δοκιμάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δοκιμάσω, <i>ao. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐδοκιμάσθην, <i>pf.</i> δεδοκίμασμαι;<br /><b>1</b> éprouver, mettre à l'épreuve, acc.;<br /><b>2</b> approuver, juger bon, acc. ; <i>à Athènes</i>, vérifier l'aptitude <i>ou</i> l'éligibilité.<br />'''Étymologie:''' [[δόκιμος]].
|btext=<i>f.</i> δοκιμάσω, <i>ao. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐδοκιμάσθην, <i>pf.</i> δεδοκίμασμαι;<br /><b>1</b> éprouver, mettre à l'épreuve, acc.;<br /><b>2</b> approuver, juger bon, acc. ; <i>à Athènes</i>, vérifier l'aptitude <i>ou</i> l'éligibilité.<br />'''Étymologie:''' [[δόκιμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δοκῐμάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пробовать]], [[испытывать]], [[проверять]] (τινά Thuc., Xen., Isocr., Arst. и τι Isocr., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (в результате проверки), [[признавать годным]], [[одобрять]], [[утверждать]] (τινά Arst., Plut. и τι Plat., Arst., Dem., Plut.): δεδοκιμασμένος (sc. ἱππεύειν) Lys. признанный годным к службе в коннице; ἵπποι καὶ ἱππεῖς ἐδοκιμάσθησαν εἰς [[πεντήκοντα]] Xen. было отобрано 50 лошадей и всадников; τοῖς [[πάλαι]] [[οὕτως]] ἐδοκιμάσθη [[ταῦτα]] [[καλῶς]] ἔχειν Thuc. у древних это было сочтено или считалось правильным;<br /><b class="num">3)</b> [[считать нужным]], [[важным]] (οὐκ ἐδοκίμασαν θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει NT): οὐκ ἐδοκίμαζε φράζειν αὑτόν, [[ὅστις]] εἴη, [[πρότερος]] Plut. он не пожелал сразу же открыть, кто он такой;<br /><b class="num">4)</b> (в Афинах) подвергать докимасии, т. е. гражданско-правовой проверке: δοκιμασθείς (sc. εἰς ἄνδρας) Lys. внесенный в списки совершеннолетних, достигший совершеннолетия; δοκιμασθεὶς ἀρχέτω κατὰ νόμον Plat. прошедший проверку пусть управляет согласно закону.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοκιμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δόκιμος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμή]] μέταλλα προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητά τους, η καθαρότητά τους, σε Ισοκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανακρίνω]], [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμασία]], [[εξετάζω]], [[ερευνώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[έπειτα]], [[εγκρίνω]], [[επιδοκιμάζω]], στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., <i>ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε</i>, ενέκρινε τη δουλειά τους, σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> στην Αθήνα, [[εξετάζω]] και [[εγκρίνω]] ως κατάλληλο για ένα [[αξίωμα]], και στην Παθ., εγκρίνομαι, επιδοκιμάζομαι ως [[κατάλληλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., <i>ἱππεύειν [[δεδοκιμασμένος]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εξετάζω]] και [[επιτρέπω]] την [[εισαγωγή]] αγοριών στην [[τάξη]] των <i>ἐφήβων</i> ή <i>ἐφήβων</i> στην [[τάξη]] των [[ανδρών]]· και στην Παθ., [[υφίσταμαι]] τη [[δοκιμασία]], εισάγομαι μ' αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[ἕως]] ἀνὴρ [[εἶναι]] δοκιμασθείην, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> με απαρ., [[θεωρώ]] κάποιον ικανό να κάνει [[κάτι]] ή με αρνητ., [[θεωρώ]] κάποιον ακατάλληλο να, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''δοκιμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δόκιμος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμή]] μέταλλα προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητά τους, η καθαρότητά τους, σε Ισοκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανακρίνω]], [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμασία]], [[εξετάζω]], [[ερευνώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[έπειτα]], [[εγκρίνω]], [[επιδοκιμάζω]], στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., <i>ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε</i>, ενέκρινε τη δουλειά τους, σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> στην Αθήνα, [[εξετάζω]] και [[εγκρίνω]] ως κατάλληλο για ένα [[αξίωμα]], και στην Παθ., εγκρίνομαι, επιδοκιμάζομαι ως [[κατάλληλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., <i>ἱππεύειν [[δεδοκιμασμένος]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εξετάζω]] και [[επιτρέπω]] την [[εισαγωγή]] αγοριών στην [[τάξη]] των <i>ἐφήβων</i> ή <i>ἐφήβων</i> στην [[τάξη]] των [[ανδρών]]· και στην Παθ., [[υφίσταμαι]] τη [[δοκιμασία]], εισάγομαι μ' αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[ἕως]] ἀνὴρ [[εἶναι]] δοκιμασθείην, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> με απαρ., [[θεωρώ]] κάποιον ικανό να κάνει [[κάτι]] ή με αρνητ., [[θεωρώ]] κάποιον ακατάλληλο να, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''δοκῐμάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пробовать]], [[испытывать]], [[проверять]] (τινά Thuc., Xen., Isocr., Arst. и τι Isocr., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (в результате проверки), [[признавать годным]], [[одобрять]], [[утверждать]] (τινά Arst., Plut. и τι Plat., Arst., Dem., Plut.): δεδοκιμασμένος (sc. ἱππεύειν) Lys. признанный годным к службе в коннице; ἵπποι καὶ ἱππεῖς ἐδοκιμάσθησαν εἰς [[πεντήκοντα]] Xen. было отобрано 50 лошадей и всадников; τοῖς [[πάλαι]] [[οὕτως]] ἐδοκιμάσθη [[ταῦτα]] [[καλῶς]] ἔχειν Thuc. у древних это было сочтено или считалось правильным;<br /><b class="num">3)</b> [[считать нужным]], [[важным]] (οὐκ ἐδοκίμασαν θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει NT): οὐκ ἐδοκίμαζε φράζειν αὑτόν, [[ὅστις]] εἴη, [[πρότερος]] Plut. он не пожелал сразу же открыть, кто он такой;<br /><b class="num">4)</b> (в Афинах) подвергать докимасии, т. е. гражданско-правовой проверке: δοκιμασθείς (sc. εἰς ἄνδρας) Lys. внесенный в списки совершеннолетних, достигший совершеннолетия; δοκιμασθεὶς ἀρχέτω κατὰ νόμον Plat. прошедший проверку пусть управляет согласно закону.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj