Anonymous

διψάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐδίψων, <i>f.</i> διψήσω, <i>ao.</i> ἐδίψησα, <i>pf.</i> δεδίψηκα;<br />avoir soif, être altéré ; <i>fig.</i> δ. τινος, avoir soif de qch (de justice, de liberté, de vengeance).<br />'''Étymologie:''' [[δίψα]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐδίψων, <i>f.</i> διψήσω, <i>ao.</i> ἐδίψησα, <i>pf.</i> δεδίψηκα;<br />avoir soif, être altéré ; <i>fig.</i> δ. τινος, avoir soif de qch (de justice, de liberté, de vengeance).<br />'''Étymologie:''' [[δίψα]].
}}
{{elru
|elrutext='''διψάω:''' (inf. [[διψῆν]])<br /><b class="num">1)</b> [[томиться жаждой]], [[хотеть пить]] Hom., Aesch., Arst.: [[διψῆν]] ὑδάτων Her. страдать от отсутствия воды;<br /><b class="num">2)</b> [[жаждать]], [[страстно желать]] ([[ἄλλου]] Pind.; [[ἐλευθερία]]ς Plat.; [[φιλοσοφία]]ς Arst.; [[τιμῆς]] Plut.; τἢν [[δικαιοσύνη]]ν NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διψάω:''' (οι τύποι σε <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i> όχι <i>α</i>, όπως στο [[πεινάω]]), γʹ ενικ. <i>διψῇ</i>, απαρ. <i>διψῆν</i>, γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐδίψη</i>, μέλ. <i>διψήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδίψησα</i>, παρακ. <i>δεδίψηκα</i> ([[δίψα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διψώ]], διψάων [ᾱ], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το [[έδαφος]], είμαι διψασμένος, είμαι [[στεγνός]], [[ξηρός]], [[άνυδρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., «[[διψώ]]», [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πλάτ.· [[έπειτα]] με αιτ., σε Ανθ., Κ.Δ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να πράξω, σε Ξεν.
|lsmtext='''διψάω:''' (οι τύποι σε <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i> όχι <i>α</i>, όπως στο [[πεινάω]]), γʹ ενικ. <i>διψῇ</i>, απαρ. <i>διψῆν</i>, γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐδίψη</i>, μέλ. <i>διψήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδίψησα</i>, παρακ. <i>δεδίψηκα</i> ([[δίψα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διψώ]], διψάων [ᾱ], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το [[έδαφος]], είμαι διψασμένος, είμαι [[στεγνός]], [[ξηρός]], [[άνυδρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., «[[διψώ]]», [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πλάτ.· [[έπειτα]] με αιτ., σε Ανθ., Κ.Δ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να πράξω, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διψάω:''' (inf. [[διψῆν]])<br /><b class="num">1)</b> [[томиться жаждой]], [[хотеть пить]] Hom., Aesch., Arst.: [[διψῆν]] ὑδάτων Her. страдать от отсутствия воды;<br /><b class="num">2)</b> [[жаждать]], [[страстно желать]] ([[ἄλλου]] Pind.; [[ἐλευθερία]]ς Plat.; [[φιλοσοφία]]ς Arst.; [[τιμῆς]] Plut.; τἢν [[δικαιοσύνη]]ν NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj