Anonymous

διφθέρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> peau apprêtée;<br /><b>II.</b> tout objet en peau :<br /><b>1</b> vêtement de peau (pour les gens de la campagne et les esclaves);<br /><b>2</b> tente <i>ou</i> abri de cuir;<br /><b>3</b> sac de cuir;<br /><b>4</b> sorte de parchemin pour écrire ; <i>au plur.</i> [[αἱ]] διφθέραι papiers écrits ; <i>p. ext.</i> διφθέραι χαλκαῖ PLUT plaques de cuivre (pour graver des caractères d'écriture).<br />'''Étymologie:''' DELG [[δέψω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> peau apprêtée;<br /><b>II.</b> tout objet en peau :<br /><b>1</b> vêtement de peau (pour les gens de la campagne et les esclaves);<br /><b>2</b> tente <i>ou</i> abri de cuir;<br /><b>3</b> sac de cuir;<br /><b>4</b> sorte de parchemin pour écrire ; <i>au plur.</i> [[αἱ]] διφθέραι papiers écrits ; <i>p. ext.</i> διφθέραι χαλκαῖ PLUT plaques de cuivre (pour graver des caractères d'écriture).<br />'''Étymologie:''' DELG [[δέψω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διφθέρα:''' ион. διφθέρη ἡ<br /><b class="num">1)</b> (снятая и выделанная), [[кожа]] (διφθέραι αἰγέαι καὶ ὀϊέαι Her.; δέρρεις καὶ διφθέραι Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[шкура]]: διφθέραν [[ἐνημμένος]] Arph. одетый в (звериную) шкуру;<br /><b class="num">3)</b> досл. кожа для письма, пергамент, перен. летопись, сочинение, книга (οἱ [[Ἴωνες]] τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι Her.; αἱ διφθέραι, ἐν αἷς οἱ [[Πέρσαι]] τὰς παλαιὰς πράξεις [[εἶχον]] συντεταγμένας Diod.);<br /><b class="num">4)</b> перен. [[доска]], [[таблица]] (ἐν διφθέραις χαλκαῖς γράψαι τι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[кожаный навес или шатер]] (διφθέρας ἔχειν στεγάσματα Xen.);<br /><b class="num">6)</b> [[кожаный мешок]] (λίθων μεσταὶ αἱ διφθέραι Xen.; ἀναπτύσσειν τὴν διφθέραν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διφθέρα:''' ἡ ([[δέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]], βαμμένο [[πετσί]], [[κομμάτι]] δέρματος, σε Ηρόδ.· αντίθ. προς το [[δέρρις]] (ακατέργαστο και με τις [[τρίχες]] [[δέρμα]]), σε Θουκ.· οι <i>διφθέραι</i> χρησιμοποιούνταν ως γραφική ύλη στα αρχ. χρόνια, [[πριν]] εμφανισθεί ο [[πάπυρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> δερμάτινο [[ιμάτιο]] όπως αυτό που φορούσαν οι χωρικοί, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[πορτοφόλι]], [[τσάντα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., δέρματα που χρησιμοποιούνταν ως σκηνές, στον ίδ.
|lsmtext='''διφθέρα:''' ἡ ([[δέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]], βαμμένο [[πετσί]], [[κομμάτι]] δέρματος, σε Ηρόδ.· αντίθ. προς το [[δέρρις]] (ακατέργαστο και με τις [[τρίχες]] [[δέρμα]]), σε Θουκ.· οι <i>διφθέραι</i> χρησιμοποιούνταν ως γραφική ύλη στα αρχ. χρόνια, [[πριν]] εμφανισθεί ο [[πάπυρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> δερμάτινο [[ιμάτιο]] όπως αυτό που φορούσαν οι χωρικοί, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[πορτοφόλι]], [[τσάντα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., δέρματα που χρησιμοποιούνταν ως σκηνές, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διφθέρα:''' ион. διφθέρη ἡ<br /><b class="num">1)</b> (снятая и выделанная), [[кожа]] (διφθέραι αἰγέαι καὶ ὀϊέαι Her.; δέρρεις καὶ διφθέραι Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[шкура]]: διφθέραν [[ἐνημμένος]] Arph. одетый в (звериную) шкуру;<br /><b class="num">3)</b> досл. кожа для письма, пергамент, перен. летопись, сочинение, книга (οἱ [[Ἴωνες]] τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι Her.; αἱ διφθέραι, ἐν αἷς οἱ [[Πέρσαι]] τὰς παλαιὰς πράξεις [[εἶχον]] συντεταγμένας Diod.);<br /><b class="num">4)</b> перен. [[доска]], [[таблица]] (ἐν διφθέραις χαλκαῖς γράψαι τι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[кожаный навес или шатер]] (διφθέρας ἔχειν στεγάσματα Xen.);<br /><b class="num">6)</b> [[кожаный мешок]] (λίθων μεσταὶ αἱ διφθέραι Xen.; ἀναπτύσσειν τὴν διφθέραν Plut.).
}}
}}
{{etym
{{etym