Anonymous

δολιχόσκιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui projette son ombre au loin.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[σκιά]].
|btext=ος, ον :<br />qui projette son ombre au loin.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[σκιά]].
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχόσκιος:''' [[отбрасывающий длинную тень]] ([[ἔγχος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχόσκιος:''' -ον ([[δολιχός]], σκία), επίθ. του [[ἔγχος]], αυτός που ρίχνει [[μακριά]] [[σκιά]], μακρύ ίσκιο· ή αντί <i>δολιχόσχιος</i> ([[ὄσχος]]), αυτός που έχει μακρύ [[κοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δολῐχόσκιος:''' -ον ([[δολιχός]], σκία), επίθ. του [[ἔγχος]], αυτός που ρίχνει [[μακριά]] [[σκιά]], μακρύ ίσκιο· ή αντί <i>δολιχόσχιος</i> ([[ὄσχος]]), αυτός που έχει μακρύ [[κοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχόσκιος:''' [[отбрасывающий длинную тень]] ([[ἔγχος]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj