Anonymous

μεσόω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être au milieu :<br /><b>1</b> être parvenu à son milieu : μεσοῦσα [[ἡμέρα]] XÉN le milieu du jour ; avec le gén. : μεσοῦν τῆς ἀναβάσιος HDT être à la moitié de la retraite;<br /><b>2</b> être au milieu de deux <i>ou</i> de plusieurs.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]].
|btext=-ῶ :<br />être au milieu :<br /><b>1</b> être parvenu à son milieu : μεσοῦσα [[ἡμέρα]] XÉN le milieu du jour ; avec le gén. : μεσοῦν τῆς ἀναβάσιος HDT être à la moitié de la retraite;<br /><b>2</b> être au milieu de deux <i>ou</i> de plusieurs.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσόω:''' [[находиться в середине]]: [[ἡμέρα]] μεσοῦσα Her. полдень; θέρους μεσοῦντος Thuc. в середине лета; [[ἐπειδὴ]] τὸ [[δρᾶμα]] μεσοίη Arph. к середине драмы; ἐν ἀρχῇ [[πῆμα]] κοὐδέπω μεσοῖ Eur. страдание (Медеи) только началось, она еще и половины не выстрадала.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσόω:''' ([[μέσος]]), μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διαμορφώνω]] το [[μέσον]], βρίσκομαι μέσα ή στο [[κέντρο]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για χρόνο, [[ἡμέρα]] μεσοῦσα, [[μεσημέρι]], σε Ηρόδ.· <i>θέρους μεσοῦντος</i>, στα μέσα του καλοκαιριού, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., βρίσκομαι στη [[μέση]], <i>τῆς ἀναβάσιος</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ., μεσῶν τὴν [[ἀρχήν]], στην [[αρχή]] (του χρόνου) της θητείας του, σε Αισχίν.
|lsmtext='''μεσόω:''' ([[μέσος]]), μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διαμορφώνω]] το [[μέσον]], βρίσκομαι μέσα ή στο [[κέντρο]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για χρόνο, [[ἡμέρα]] μεσοῦσα, [[μεσημέρι]], σε Ηρόδ.· <i>θέρους μεσοῦντος</i>, στα μέσα του καλοκαιριού, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., βρίσκομαι στη [[μέση]], <i>τῆς ἀναβάσιος</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ., μεσῶν τὴν [[ἀρχήν]], στην [[αρχή]] (του χρόνου) της θητείας του, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσόω:''' [[находиться в середине]]: [[ἡμέρα]] μεσοῦσα Her. полдень; θέρους μεσοῦντος Thuc. в середине лета; [[ἐπειδὴ]] τὸ [[δρᾶμα]] μεσοίη Arph. к середине драмы; ἐν ἀρχῇ [[πῆμα]] κοὐδέπω μεσοῖ Eur. страдание (Медеи) только началось, она еще и половины не выстрадала.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj