Anonymous

μισθαποδότης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui paie un salaire dû, une juste rétribution.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀποδίδωμι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui paie un salaire dû, une juste rétribution.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀποδίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαποδότης:''' ου ὁ воздающий (по заслугам) NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθᾰποδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''μισθᾰποδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαποδότης:''' ου ὁ воздающий (по заслугам) NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj