3,274,399
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />spare, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μορμύρω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />spare, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μορμύρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μορμύρος:''' (ῠ) ὁ рыба мормир (Pagellus mormo) Arst., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μόρμυρος, ο (Α [[μορμύρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας τών μορμυριδών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή [[μουρμούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από το ρ. [[μορμύρω]] «[[μουρμουρίζω]], [[παφλάζω]]», λόγω του θορύβου που κάνει το [[ψάρι]] [[κατά]] την [[κίνηση]] του. Κατ' άλλους, πρόκειται για μεσογειακή λ. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>murmillo</i> «[[ξιφομάχος]] με γαλατικό [[κράνος]] στην [[κορυφή]] του οποίου υπάρχει [[ψάρι]]»]. | |mltxt=και μόρμυρος, ο (Α [[μορμύρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας τών μορμυριδών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή [[μουρμούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από το ρ. [[μορμύρω]] «[[μουρμουρίζω]], [[παφλάζω]]», λόγω του θορύβου που κάνει το [[ψάρι]] [[κατά]] την [[κίνηση]] του. Κατ' άλλους, πρόκειται για μεσογειακή λ. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>murmillo</i> «[[ξιφομάχος]] με γαλατικό [[κράνος]] στην [[κορυφή]] του οποίου υπάρχει [[ψάρι]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |