Anonymous

στρεύγομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />se consumer, dépérir, être épuisé.<br />'''Étymologie:''' R. Στρυγ, faire couler en pressurant ; cf. στράγγω, <i>lat.</i> stringo. -- rem. de Chaeréphon : στράγγω n’existe pas !!! - DELG l'étym. reste incertaine ; cf. ttf. [[στράγξ]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />se consumer, dépérir, être épuisé.<br />'''Étymologie:''' R. Στρυγ, faire couler en pressurant ; cf. στράγγω, <i>lat.</i> stringo. -- rem. de Chaeréphon : στράγγω n’existe pas !!! - DELG l'étym. reste incertaine ; cf. ttf. [[στράγξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''στρεύγομαι:''' [[мучиться]], [[томиться]], [[страдать]] (ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρεύγομαι:''' Παθ., πιέζομαι [[δυνατά]], συνθλίβομαι και ρέω σε σταγόνες, στραγγίζομαι, ξεζουμίζομαι· μεταφ., αποστραγγίζομαι από τη δύναμή μου, κουράζομαι, εξαντλούμαι, σε Όμηρ.
|lsmtext='''στρεύγομαι:''' Παθ., πιέζομαι [[δυνατά]], συνθλίβομαι και ρέω σε σταγόνες, στραγγίζομαι, ξεζουμίζομαι· μεταφ., αποστραγγίζομαι από τη δύναμή μου, κουράζομαι, εξαντλούμαι, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''στρεύγομαι:''' [[мучиться]], [[томиться]], [[страдать]] (ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym