Anonymous

τετίημαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1096.png Seite 1096]] betrübt od. traurig sein, sich grämen; Hom., der nur τετίησθον, Il. 8, 447, u. häufig das particip. τετιημένος braucht, und zwar gew. mit dem Zusatz [[ἦτορ]], wie Hes. Th. 163. – In derselben Bdtg findet sich auch das part. act. τετιηώς, gew. in der Vrbdg τετιηότι θυμῷ, mit betrübtem Gemüthe, Il. 11, 555. 17, 664. 24, 283; ἷζον τετιηότες 9, 13, u. [[ἦσαν]] τετιηότες 9, 30. 695. – Es hängt wohl mit [[τίνω]] zusammen, strafen, betrübt machen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1096.png Seite 1096]] betrübt od. traurig sein, sich grämen; Hom., der nur τετίησθον, Il. 8, 447, u. häufig das particip. τετιημένος braucht, und zwar gew. mit dem Zusatz [[ἦτορ]], wie Hes. Th. 163. – In derselben Bdtg findet sich auch das part. act. τετιηώς, gew. in der Vrbdg τετιηότι θυμῷ, mit betrübtem Gemüthe, Il. 11, 555. 17, 664. 24, 283; ἷζον τετιηότες 9, 13, u. [[ἦσαν]] τετιηότες 9, 30. 695. – Es hängt wohl mit [[τίνω]] zusammen, strafen, betrübt machen.
}}
{{elru
|elrutext='''τετίημαι:''' (только part. [[τετιηώς]], ότος и [[τετιημένος]] 3, а тж. 2 л. dual. [[τετίησθον]]) быть опечаленным, огорченным (τετιηότι θυμῷ Hom.): [[φίλον]] τετιημένη [[ἦτορ]] Hom. печальная сердцем (Пенелопа).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετίημαι:''' Επικ. παρακ. σχημ. σαν από ενεστ. <i>τιέω</i>, [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[θλιμμένος]], [[πενθώ]], [[τετίησθον]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τετιημένος]] (<i>τετιημένη</i>) [[ἦτορ]], [[λυπημένος]] στην [[καρδιά]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> βρίσκουμε επίσης την μτχ. του Ενεργ. παρακ. στη [[φράση]], <i>τετιηότι θυμῷ</i>, με τεθλιμμένη [[καρδιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· δὴν δ' ἀνέμῳ [[ἦσαν]] τετιηκότες, ήταν για μακρύ [[χρονικό]] [[διάστημα]] σιωπηροί από τη [[θλίψη]], στο ίδ.
|lsmtext='''τετίημαι:''' Επικ. παρακ. σχημ. σαν από ενεστ. <i>τιέω</i>, [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[θλιμμένος]], [[πενθώ]], [[τετίησθον]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τετιημένος]] (<i>τετιημένη</i>) [[ἦτορ]], [[λυπημένος]] στην [[καρδιά]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> βρίσκουμε επίσης την μτχ. του Ενεργ. παρακ. στη [[φράση]], <i>τετιηότι θυμῷ</i>, με τεθλιμμένη [[καρδιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· δὴν δ' ἀνέμῳ [[ἦσαν]] τετιηκότες, ήταν για μακρύ [[χρονικό]] [[διάστημα]] σιωπηροί από τη [[θλίψη]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετίημαι:''' (только part. [[τετιηώς]], ότος и [[τετιημένος]] 3, а тж. 2 л. dual. [[τετίησθον]]) быть опечаленным, огорченным (τετιηότι θυμῷ Hom.): [[φίλον]] τετιημένη [[ἦτορ]] Hom. печальная сердцем (Пенелопа).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj